Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

165/2015 ΜΠρΔράμας- Απόρριψη έφεσης ΤΠΔ κατά απόφασης υπαγωγής οφειλέτη στο ν. 3869/2010- υπάγονται στο νόμο και οι οφειλές από το ΤΠΔ


Η εν λόγω απόφαση αφορά σε υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας και έκρινε επί εφέσεως που άσκησε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά απόφασης οφειλέτη που υπήχθη στο ν. 3869/2010 με απόφαση του Ειρηνοδικείου Δράμας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι υπάγονται στο ν. 3869/2010 και οι οφειλές από το ΤΠΔ , ενισχύοντας τη νομολογία που τάσσεται υπέρ αυτής της άποψης , η οποία είναι και η ορθότερη, δεδομένων των πρόσφατων αλλαγών στο νόμο , με τις οποίες υπήχθησαν πλέον στο πεδίο εφαρμογής του και οφειλές από το Δημόσιο , τους ΟΤΑ και τα ασφαλιστικά ταμεία. 





Αριθμός απόφασης

                             165/2015 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΔΡΑΜΑΣ

Εκουσία Δικαιοδοσία
             ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή ......, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και με Γραμματέα τον .....

              ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 5η Μαΐου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
               ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου …….. (Δ.Σ. Δράμας)
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …….  Του ……., κατοίκου Δράμας 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα EUROBANK ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α. Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα για απαιτήσεις της ιδίας και ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ», της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ Bank Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία» ως η επωνυμία αυτή είχε προέλθει από την μετονομασία της πρώην ASPIS BANK ανώνυμη τραπεζική εταιρεία , από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Ιουλίας Μυλωνά (ΔΣ Ροδόπης) και κατέθεσε προτάσεις και η δεύτερη παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου ΘΒ (ΔΣ Δράμας) .
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ - ΑΙΤΩΝ κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Δράμας την με αριθμό κατάθεσης 249/19.11.2012 αίτηση του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 90/2014 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το οποίο την έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται το εκκαλούν με την από 18-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης 13540Μεφ310/2.10.2014 έφεση του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τις 13.1.2015 και μετ' αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
          ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη με αριθμό έκθ. κατάθεσης 13540Μεφ310/2.10.2014 έφεση του δευτέρου των καθ' ων η αίτηση και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 90/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Δράμας, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741-781 ΚΠολΔ) επί της με αριθμό έκθ. κατάθεσης 6310/2012 αίτησης του αιτούντος και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 14 ν. 3869/2010, 495, 500, 511, 513, 516, 517, 518, 741, 761 και 17Α του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριών ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΙΊολΔ), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 26.3.2014 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 6.9.2014). Αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να εξετασθεί στη συνέχεια για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφαρμοζόμενου του νόμου που ίσχυε κατά τη δημοσίευση της (άρθρα 14 ν. 3869/2010, 495, 516, 518 παρ. 1,533 παρ. 2 και 741 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου έφεσης κατ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ από το εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», το οποίο απολαμβάνει τα δικονομικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου.
 Ο αιτών και ήδη πρώτος εφεσίβλητος με την υπ' αριθ. έκθ. κατάθεσης 249/19.11.2012 αίτηση του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Δράμας, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους πιστωτές του και συγκεκριμένα προς το εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», τη δεύτερη εφεσίβλητη, την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.», ειδική διάδοχο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ Bank Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία» ως η επωνυμία αυτή είχε προέλθει από την μετονομασία της πρώην ASPIS BANK ανώνυμη τραπεζική εταιρία και την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ», διάδοχος των οποίων τυγχάνει η δεύτερη εφεσίβλητη, ζήτησε τη ρύθμιση των χρεών του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με βάση την περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης σ' αυτήν κύριας κατοικίας, ιδιοκτησίας του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλε, με σκοπό την απαλλαγή του απ αυτά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 90/2014 απόφαση του, που εκδόθηκε κατά τις διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας* έκανε δεκτή την αίτηση ως ουσία βάσιμη, ρύθμισε τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές επί πενταετία προς τους πιστωτές του, μεταξύ των οποίων και το εκκαλούν ΝΠΔΔ με μηνιαία προς αυτό καταβολή ποσού των 28,20 ευρώ, εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου πολυκατοικίας που βρίσκεται στη ........... και επέβαλε στον αιτούντα την υποχρέωση να καταβάλει στους μετέχοντες δανειστές για την διάσωση της κατοικίας του το συνολικό ποσό των 32.215,93 ευρώ με μηνιαίες καταβολές σε δεκαπέντε έτη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν ΝΠΔΔ με την υπό κρίση έφεση του και υποστηρίζει ότι το Ειρηνοδικείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τον νόμο και για τον λόγο αυτό ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αίτηση ως προς το ίδιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 2214/1994 «Αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις» για την εξυπηρέτηση και ασφάλιση των τοκοχρεωλυτικών δανείων που χορηγούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και λοιπούς διοικούμενους, κατά την κείμενη νομοθεσία, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρήσει υπέρ του δανειστή: α) μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των μηνιαίων τακτικών απολαβών του (μισθός, επιδόματα, αναλογία Δώρου Χριστουγέννων κλπ), β) μέχρι τα 6/10 της κύριας και επικουρικής σύνταξης του και όλων γενικό των μερισμάτων και άλλων παροχών, που λαμβάνουν γενικά από τα ασφαλιστικά τους ταμεία, γ) τα 3/4 από το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται σε αυτόν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα ή από την οριζόμενη από την εργατική νομοθεσία αποζημίωση λόγω λύσης της εργασιακής σχέσης, ενώ οι ανωτέρω εκχωρήσεις είναι ισχυρές, καταργούμενης κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής ρύθμισης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 6 του ν. 3867/2010, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου μπορούν να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επί μέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε είδους δανειακών συμβάσεων, που έχει χορηγήσει το Ταμείο προς φυσικά πρόσωπα. Οι ανωτέρω ειδικές διατάξεις δεν αποκλείουν την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 και για τις εκ δανείων οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ο νόμος αυτός δεν έχει καμία επιφύλαξη μη ισχύος του σε άλλες περιπτώσεις πλην των ρητώς αναφερομένων. Ούτε εξάλλου ο ειδικός τρόπος εξοφλήσεως των δανείων αυτών μέσω εκχωρήσεως ποσοστού από τον μισθό ή τη σύνταξη του δανειολήπτη δημοσίου υπαλλήλου παρέχει κανένα στήριγμα περί μη εφαρμογής του νόμου και επί των δανείων αυτών (βλ. Αθανασίου Κρητικού «Ρύθμιση των οφεΛών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» - Ερμηνεία άρ, 1 του ν. 3869/2010 σελ. 70 αριθμ. 87 - 88, καθώς και υποσημείωση 86 στη σελ. 70). Οι διατάξεις του ν. 3869/2010 έχουν ως σκοπό την ελάφρυνση των δανειοληπτών από την υπερχρέωση μέσω της λήψης κάθε είδους δανείων, την αποκατάσταση της παραγωγικής τους δυνατότητας, η οποία υποσκάπτεται από το βάρος των χρεών τους και τον απεγκλωβισμό τους από την περιθωριοποίηση λόγω της υπερχρέωσης. Συνακόλουθα η αποδυνάμωση των ενοχικών δικαιωμάτων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (η οποία δεν συνιστά κατάργηση τους, καθόσον με τις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010 τα εν λόγω πιστωτικά πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να ικανοποιηθούν  σύμμετρα ή προνομιακά στην περίπτωση, που έχουν εμπράγματη εξασφάλιση σε σχέση με τους υπόλοιπους πιστωτές του οφειλέτη) επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, ενώ η προνομιακή μεταχείριση του ανωτέρω έναντι των υπολοίπων πιστωτών (ανωνύμων τραπεζικών εταιριών) με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις νόμου δεν είναι ανεκτή δικαιοπολιτικά, διότι ο νομοθέτης με το νόμο για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα θέλησε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του οι χρηματικές οφειλές από δάνεια προς όλους τους πιστωτές (ιδιώτες και μη). Επιπροσθέτως στην περίπτωση που ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει από την εφαρμογή του νόμου αυτού τις οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, θα το είχε πράξει ρητά. Επιχείρημα στην εν λόγω ερμηνεία αποτέλεσε κατά τη διάσταση που ανέκυψε στη νομολογία ότι ο νόμος (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης) είχε περιλάβει εξαιρέσεις από την εφαρμογή του νόμου, όπως στην περίπτωση των οφειλών από τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 1 παρ. 2 περ. β" του ν. 3869/2010), οι οποίες, όπως και οι λοιπές οφειλές της ίδιας διάταξης (διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης), εξαιρούνται από την ρύθμιση χρεών, διότι προέρχονται από την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή από σχέσεις δημοσίου δικαίου, στις οποίες το φυσικό πρόσωπο έχει την ιδιότητα του διοικούμενου (οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους ΟΤΑ,) και όχι του ιδιώτη - αντισυμβαλλόμενου (πιστούχου) κατά το άρθρο 361 ΑΚ, ενώ η ίδια διάταξη δεν διελάμβανε ρυθμίσεις για οφειλές από δάνεια, που χορηγήθηκαν από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η ορθή αυτή ερμηνεία του Νόμου επιβεβαιώνεται από την εντελώς πρόσφατη επιλογή του Νομοθέτη να περιλάβει στο ρυθμιστικό πεδίο του εν λόγω νόμου (υπό προϋποθέσεις) ακόμη καί τις ανωτέρω οφειλές, που προέρχονται από την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή από σχέσεις δημοσίου δικαίου με την τροποποίηση του άρ. 1 του 3869/2010 από τον νόμο 4336/2015. Επιπλέον η ερμηνευτική εξαίρεση των οφειλών προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τις διατάξεις του ν. 3860/2010 παραβιάζει την αρχή της ισότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος, αφού αφενός μεν οι δανειολήπτες του Ταμείου θα στερούνταν αναιτιολόγητα τις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 3869/2010 σε σχέση με τους δανειολήπτες των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων, αφετέρου δε τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα θα υποχρεούνταν να δέχονται τη μείωση των χρηματικών του απαιτήσεων τους μέσω της αναγκαστικής συμμετοχής τους στη διαδικασία του ν. 3869/2010 σε αντίθεση με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, που θα διατηρούσε αλώβητες τις δικές του απαιτήσεις. Επιπροσθέτως από τη διάταξη του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 περί εκχώρησης μέρους των τακτικών μηνιαίων απολαβών του δανειολήπτη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν προκύπτει ότι οι οφειλές αυτές δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 (βλ. Αθανασίου Κρητικού «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» - Ερμηνεία άρ. 1 του ν. 3869/2010 σελ. 70 αριθμ. 87 - 88, καθώς και υποσημείωση 86 στη σελ. 70), διότι η ανωτέρω διάταξη καθορίζει απλά τον τρόπο καταβολής της τοκοχρεολυτικής δόσης, η οποία γίνεται με νόμιμη εκχώρηση από τον οφειλέτη προς το Ταμείο ενός ποσοστού του μισθού ή της σύνταξης του. Η εν λόγω εκχώρηση θα εξακολουθεί να ισχύει παράλληλα με τη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και απλώς θα μεταβάλλεται το ποσοστό του μισθού που θα παρακρατείται, το οποίο προφανώς θα βρίσκεται εντός του νόμιμου ποσοστού των 6/10, καθόσον ο οφειλέτης, ευρισκόμενος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ασφαλώς θα αιτείται τον καθορισμό ποσοστού μικρότερου των 6/10. .................Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, διότι, από τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 και 4 § 1 του Ν.3869/2010, η ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 6 του ν. 3867/2010 δεν αποκλείει τη ρύθμιση διατάξεων του ν. 3869/2010, διότι με την πρώτη προβλέπεται μία ρύθμιση των απαιτήσεων του ταμείου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενώ η ρύθμιση του ν. 3869/2010 είναι απότοκος δικαστικής απόφασης (βλ. ΜονΠρωτΘεσ 3558/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΜονΠρωτΚορινθ. 60/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΜονΠρωτ Σύρου 13/2015, ΜονΠρΞανθ. 79/2014, αδημ. ΜονΠρΣερ. 437/2013, αδημ., ΜονΠρΠατρ. 555/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΕψΘεσ. 6958/2011, ΤΝΠ Νόμος, Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ό.π.). Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του το εκκαλούν ΝΠΔΔ υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δέχθηκε ότι οι απαιτήσεις του έναντι του αιτούντος υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3869/2010, ενώ έπρεπε να απορρίψει την αίτηση ως μη νόμιμη και να δεχτεί ότι οι οφειλές του αιτούντος προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εξαιρούνται από τη ρύθμιση και εφαρμογή του νόμου αυτού. Επιπλέον με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του, κατά την δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου του, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 του ΑΚ, 62 του ν. 2214/1994 και 1 του ν. 3869/2010 και έκρινε ότι πρέπει να συμπεριληφθεί στο διαθέσιμο εισόδημα του αιτούντος και το ποσό των τακτικών μηνιαίων απολαβών του, που αυτός είχε εκχωρήσει στο Ταμείο, το οποίο με τον τρόπο αυτό είχε εξέλθει από την περιουσία του και δεν μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση των διατάξεων του ν. 3869/2010. Ωστόσο, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στη ρύθμιση του ν.3869/2010 υπάγεται και η οφειλή του δανειολήπτη, πρώτου εφεσίβλητου, προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στις εξαιρούμενες οφειλές του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3869/2010, αφού από την ερμηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, δεν προκύπτει κάποιος λόγος, για τον οποίο πρέπει να εξαιρεθεί η απαίτηση του Ταμείου από την υπαγωγή της στο ν.3869/2010. Επιπροσθέτως η εκχώρηση μέρους των τακτικών μηνιαίων απολαβών του οφειλέτη, πρώτου εφεσίβλητου, προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν αποκλείει τη ρύθμιση του ν. 3869/2010. η οποία εξακολουθεί να ισχύει, αλλά απλά θα μεταβάλλεται το ποσοστό του μισθού του που θα παρακρατείται, το οποίο προφανώς θα βρίσκεται εντός του νομίμου ποσοστού των 6/10, καθόσον ο οφειλέτης, ευρισκόμενος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, συμπεριλαμβανομένης και της εν λόγω οφειλής προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, θα αιτείται και σε περίπτωση ευόδωσης της αίτησης, θα καθορίζεται ποσοστό μικρότερο των 6/10 του μισθού του. Επομένως το ποσό, που έχει εκχωρήσει ο πρώτος εφεσίβλητος προς το Ταμείο, συμπεριλαμβάνεται στο διαθέσιμο εισόδημα του για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα περί του εναντίου υποστηριζόμενα από το εκκαλούν ΝΠΔΔ με τους δύο λόγους της έφεσης του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με πρόσθετο λόγο έφεσης, ο οποίος παραδεκτά ασκείται και με τις προτάσεις, διότι η υπόθεση δικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία (βλ. Σ. Σαμουήλ «Έφεση» σελ. 237 αριθμ. 581) το εκκαλούν ισχυρίζεται, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του ν. 3869/2010 με το να δεχθεί την αίτηση του εκκαλούντος ως επαρκώς ορισμένη, παρά το γεγονός ότι σε αυτή δεν προσδιορίζονται ο τρόπος και οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε ο πρώτος εφεσίβλητος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών και επειδή δεν προσδιορίζει ποια ήταν τα εισοδήματα του κατά τον χρόνο που ελάμβανε τα δάνεια. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, διότι, από τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 και 4 § 1 του Ν.3869/2010, προκύπτει ότι αυτός που αιτείται τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του, οφείλει αλλά και αρκεί, για το ορισμένο της αίτησης του να διαλάβει στο δικόγραφο αυτής τα κάτωθι στοιχεία: α) ότι δεν τυγχάνει έμπορος και ως εκ τούτου, δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, β) ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη και, κατά την ορθότερη άποψη, γενική -καθολική αδυναμία πληρωμής των ληξιφόθεσμων χρηματικών οφειλών του, γ) την κατάσταση της περιουσίας του και τα εισοδήματα του ίδιου και του συζύγου του, δ) κατάσταση των πιστωτών, τις οφειλές του προς τους οποίους επιθυμεί να ρυθμίσει, κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα και ε) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, ενώ δεν απαιτείται να μνημονεύονται ο χρόνος, ο τρόπος και οι συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε σε αδυναμία πληρωμών ο οφειλέτης ή οι αιτίες, για ης οποίες δημιουργήθηκαν τα μη αντιμετωπίσιμα ήδη χρέη του αιτούντος ή τα αίτια, που τον ώθησαν στο δανεισμό και στην εν γένει δημιουργία των οφειλών, που επιθυμεί να ρυθμίσει, εναπόκειται δε στους καθ' ων η αίτηση πιστωτές του να επικαλεστούν και να αποδείξουν ότι η περιέλευση του αιτούντος σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής έγινε δολίως (βλ. I. Βενιέρη - Θ. Κατσά, «Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα», έκδ. 2η, σελ. 156, 163-164, 181-183, Κρητικό ό.π. σελ. 97, ΜΠρωτΛαμίας 100/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η υποβληθείσα αίτηση του εκκαλούντος περιλαμβάνει το προαναφερθέν ελάχιστο εκ του νόμου περιεχόμενο και είναι επαρκώς ορισμένη, στο ίδιο δε συμπέρασμα κατέληξε και η εκκαλουμένη, η οποία επομένως δεν έσφαλε. Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης, ο οποίος παραδεκτά κατά τα ανωτέρω ασκείται με τις προτάσεις, το εκκαλούν εκθέτει ότι το ίδιο ενήργησε προς όφελος του αιτούντα και συγκεκριμένα προς ικανοποίηση του μονομερούς αιτήματος του για δανειοδότηση. Ότι παρά ταύτα ο πρώτος εφεσίβλητος ενήργησε όλως καταχρηστικώς καταθέτοντας την υπό κρίση αίτηση του με πρόθεση να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3689/2010 με απώτερο σκοπό την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους του προς το Ταμείο και τελικά ενός ελάχιστου ποσοστού έναντι των οφειλομένων, παρά το γεγονός ότι με τις διατάξεις του άρ. 25 Ν. 3867/2010 προβλέπεται ειδική διαδικασία διακανονισμού των οφειλών των δανειοδοτούμενων και ότι η συμπεριφορά του αυτή υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος με συνέπεια να μην καθίσταται ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Με τον εν λόγω ισχυρισμό το εκκαλούν επαναφέρει τον πρώτο λόγο εφέσεως περί μη υπαγωγής των χρεών από δάνεια του ΤΠ&Δ στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 υπό τον μανδύα της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυρισμός ο οποίος σε κάθε περίπτωση τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθ' όσον τα επικαλούμενα για τη θεμελίωση του περιστατικά (ήτοι το γεγονός ότι ο πρώτος εφεσίβλητος επιλέγει την εφαρμογή της προβλεπόμενης στον Ν. 3869/2010 ρύθμισης αντί του προβλεπόμενου στο άρ. 25 Ν. 3867/2010 διακανονισμού) δεν καθιστά από μόνο του την άσκηση της επίδικης αξίωσης καταχρηστική και προφανώς υπερβαίνουσα τα τιθέμενα από τη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ όρια. Κατ" ακολουθία των ανωτέρω, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 ν. 3869/2010, ορθά δεν επιβλήθηκαν δικαστικά έξοδα στον πρώτο βαθμό με την απόφαση που καθόρισε τις μηνιαίες καταβολές του αιτούντος. Ωστόσο, με την παρούσα απόφαση το εκκαλούν πρέπει να καταδικασθεί, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσίβλητων, κατόπιν αιτήματος τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).


 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ\
     ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων. 
    ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει για κάθε εφεσίβλητο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Δράμα, στις 21 Αυγούστου 2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.


 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 













Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής η οποία επιδόθηκε στην οφειλέτιδα μετά την αίτησή της για υπαγωγή στο Ν. 3869/2010- δεκτή η ανακοπή (ΜΠρΛαμ 11/2015)

      Με την εν λόγω απόφαση γίνεται δεκτή η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής οφειλέτιδας στην οποία επιδόθηκε διαταγή πληρωμής με επιταγή μετά την κατάθεση και κοινοποίηση της αίτησης του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά), σε χρονικό διάστημα δηλαδή κατά το οποίο ισχύει η αναστολή καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος της οφειλέτιδας , σύμφωνα με το άρθρο 4§3 Ν. 3869/2010. 
      Η απόφαση αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον διότι ερμηνεύει ποιά ακριβώς καταδιωκτικά μέτρα απαγορεύονται από την κατάθεση της αίτησης του άρθρου 4 Ν. 3869/2010 και ποιά όχι , δεδομένου ότι υπάρχουν σήμερα αντικρουόμενες αποφάσεις για το κατά πόσο η έκδοση διαταγής πληρωμής από πλευράς πιστωτή , μετά την κατάθεση και επίδοση της αίτησης του Ν. 3869/2010 , εμπίπτει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 4§3 του ιδίου νόμου . 

Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας 
Αριθμ. αποφ. 11/2015
  .... Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632§2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία , καθώς είναι σαφές οτι τα άρθρα στα οποία αυτό παραπέμπει ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο , αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα , όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά , το άρθρο 632§2 του ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642,644,648,652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές, όπως η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας σε υποθέσεις ανακοπών για απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους ή η εγγραφή στο πινάκιο των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που στηρίχθηκαν σε απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους ή μισθώματα , θα το έκανε με ρητή αναφορά  στην αιτιολογική του έκθεση (η οποία είναι φανερό είναι φανερό ότι προσανατολίζεται στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με την δια παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων (Μπαλογιάννης σε Χ. Απαλαγάκη , ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ' αρθρο , άρθρο 644, για το ότι η απαγόρευση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους επιβάλλεται από το σκοπό της εξυπηρέτησης της ταχύτητας στην τελεσίδικη περάτωση της αντιδικίας). Εν/όψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία , οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικαστεί και η ανακοπή , σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643και 591§1 περ. α ΚΠολΔ.
        Η σώρευση στο υπό κρίση δικόγραφο αφενός της ανακοπής του άρθρου 632§1 του ΚΠολΔ κατά της διαταγής πληρωμής και αφετέρου της ανακοπής του 933 ΚΠολΔ κατά της επιταγής προς εκτέλεση είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠολΔ , καθόσον και οι δύο ανακοπές υπάγονται στην αρμοδιλοτητα αυτού του δικαστηρίου και και δικάζονται κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία , εφόσον η διαφορά από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής της οποίας επιχειρείται η εκτέλεση δικάζεται κατά τη διαδικασία αυτή , ενώ η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει κατά την κρίση του δικαστηρίου σύγχυση (ΕφΑθ 2497/1998 ΕλλΔνη 39.916)....
          Κατά τη διάταξη του άρθρου 4§3 του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων , με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής . η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς δύο μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης . Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη , καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Δεν εμπίπτει ωστόσο , στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) , όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης , η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ' εαυτής της διαταγής πληρωμής , καθόσον κατά την κρίση του δικαστηρίου , η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις , όπως η έγερση αγωγής , αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης τόσο αυτές όσο και η περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου , δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, ενώ αντιθέτως αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής αφού έχει λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ' άρθρο 924 εδ. 1 (ΕφΘεσ 2230/2008 ΕπισκΕΔ 2009.160, ΠΠρΑθ 4630/1974 ΝοΒ23.778, ΜΠρΠειρ 1084/2011 ΔΕΕ 2011.572).   Υποστηρίζεται βεβαίως τόσο από τη θεωρία αλλά και τη νομολογία η άποψη ότι η αναστολή των ατομικών  καταδιωκτικών μέτρων καταλαμβάνει ακόμη και αυτή καθ' εαυτή την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΠΠρΘεσ 20657/2011, ΜΠρΘεσ 15240/2011, ΜΠρΚοζ 1778/2009, ΜΠρΠατρ 3054/2010) , καθ' όσον με την επίδοση της σε δύο φάσεις και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 632 αριθμ. 2 ΚΠολΔ , είναι δυνατό να δημιουργηθεί δεδικασμένο ως προς την απαίτηση.  Το επιχείρημα αυτό ωστόσο , της ως άνω άποψης, δεν αφορά αυτή καθ' εαυτή την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου , αλλά εδράζεται στα αποτελέσματα από την (ενδεχόμενη) διπλή επίδοσή της , ήτοι αποτελεί επιχείρημα εκ του του αποτελέσματος και ουσιαστικά βάλλει κατά των επιδόσεων της διαταγής πληρωμής και όχι κατά της ίδιας (ΜΠρΘεσ 9050/2013).
    Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται οτι η καθ' ης άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα της να επιδιώξει την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για το λόγο οτι , σε χρόνο προγενέστερο της κατάθεσης της αίτησης για την έκδοσή της (21.10.2013) , είχε ασκήσει στο Ειρηνοδικείο εναντίον των πιστωτών της , μεταξύ των οποίων και η καθ' ης , την από .. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ...αίτησή της για την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων , πληρουμένων στο πρόσωπό της όλων των νομίμων προϋποθέσεων, την οποία και της επέδωσε. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος , γιατί τα πραγματικά  περιστατικά που τον συγκροτούν , και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης της καθ' ης , σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη.
      Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης επιταγής  προς πληρωμή η ανακόπτουσα εκθέτοντας άπαντα τα ανωτέρω ισχυρίζεται οτι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει άκυρη ως ερχόμενη σε αντίθεση με το άρθρο 4§3 του ν. 3869/2010 και την ex lege αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων , αλλά και γιατί η ενέργεια αυτή της καθ' ης υπερβαίνει τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη , τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικό - οικονομικός σκοπός του δικαιώματος , αφού η άσκηση του δικαιώματος της καθ' ης να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση μοναδικό σκοπό είχε ην επιδίωξη πλήρους ικανοποίησης της απαίτησής της πριν προλάβει να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 4§3 του ν. 3869/2010 και 281 ΑΚ και πρέπει ανερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία.
        Με τον τέταρτο λόγ της υπό κρίση ανακοπής , ο οποίος αφορά αμφότερες τις προσβαλλόμενες πράξεις , η ανακόπτουσα εκθέτει οτι η εγγυήτρια της επίδικης σύμβασης , άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαμίας , μεταξύ άλλων και εναντίον της καθ' ης , την από ... και με αριθμό κατάθεσης .... αίτησή της για την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου , η οποία έκανε εν μέρει δεκτή αυτή και καθόρισε : α) τις επί τετραετίας μηνιαίες καταβολές τις προς τις πιστώτριες τράπεζες μεταξύ των οποίων , και προς την καθ' ης , αναφορικά με την απαίτησή της από την επίδικη σύμβαση στο ποσό των .., ευρώ , επιμεριζόμενο συμμετρικά , όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης , εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός ,  , αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης και β) τη μηνιαία καταβολή προς την καθ' ης του ποσού των .. ευρώ για εξήντα μήνες , αρχής γενομένης την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός για τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευσή της , χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ισχυρίζεται ότι η ενσωματωμένη στις προσβαλλόμενες πράξεις απαίτηση της καθ' ης είναι ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος γιατί κατά τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ γεγονότα που συνέβησαν σε έναν από τους συνοφειλέτες , όπως εν προκειμένω η υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 της εις ολόκληρον ενεχόμενης για την εξόφληση της πίστωσης εγγυήτριας , εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση , δεν ενενργούν υπέρ ή κατά των λοιπών . Το γεγονός δε, οτι η εγγυήτρια της επίδικης σύμβασης ενδεχομένως καταβάλλει προς την καθ' ης το επικαλούμενο ποσό των ... ευρώ μηνιαίως , δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση της καθ' ης , η οποία απλώς λόγω της αντικειμενικής ενέργειας της καταβολής κατ' άρθρο 463 ΑΚ , μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό.
      Από ... αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την υπ' αριθμ. .., σύμβαση πίστωσης που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στη .. η καθ' ης χορήγησε στην ανακόπτουσα πίστωση ποσού .. ευρώ με τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται σε αυτή , προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο υπ' αριθμ. .... λογαριασμός . η σύμβαση αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά  , αφού η ανακόποτυσα δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές τις υποχρεώσεις , με αποτέλεσμα η καθ' ης να προβεί στις 11.4.2013 στο κλείσιμο του λογαριασμού που την εξυπηρετούσε , με χρεωστικό υπόλοιπο ... ευρώ και στην μεταφορά του σε οριστική καθυστέρηση , γνωστοποιώντας τούτο στην ανακόπτουσα με την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας ΙΛ και καλώντας την να της καταβάλλει το ανωτέρω χρεωστικό υπόλοιπο. η ανακόπτουσα δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της καθ' ης , και για το λόγο αυτό η τελευταία με την από 21-10-2013 αίτησή της προς το Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με την οποία η ανακόπτουσα επιτάσσεται για την ανωτέρω αιτία να καταβάλλει στην καθ' ης το ποσό των .... ευρώ , πλέον τόκων και εξόδων, Ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή η καθ' ης κοινοποίησε στην ανακόποτυσα στις 21.11.2013. Περαιτέρω αποδείχθηκε οτι η ανακόπτουσα στις ... κατέθεσε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου κατά όλων των πιστωτών της , μεταξύ των οποίων και η καθ' ης , την από 29-8-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης...... αίτησή της , για την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010για τις ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων , έχοντας προηγουμένως καταθέσει στις 25.5.2013 αίτημα προς όλες τις πιστώτριές της , μεταξύ των οποίων και η καθ' ης , για εξωδικαστικό συμβιβασμό, , μετά του σχεδίου διευθέτησης οφειλών , η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19.1.2015, ενώ η με ημερομηνία επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού και συζήτησης αιτήματος προσωρινής διαταγής προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 11.12.2013 , οπότε και συζητήσεως γενομένης ο Ειρηνοδίκης ... έκανε δεκτό το αίτημα προσωρινής διαταγής και αποφάσισε την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των αναφερομένων στην αίτηση περιουσιακών στοιχείων της ανακόπτουσας με τους εκεί αναφερόμενους όρους , ήτοι την καταβολή μηνιαίως , από 1.1.2014, ποσού ... ευρώ , προς τους αναφερόμενους στην αίτηση πιστωτές της ανακόπτουσας , συμμέτρως κατανεμόμενου. Την ανωτέρω αίτηση η ανακόπτουσα κοινοποίησε στην καθ' ης στις 10.09.2013. Συνεπώς σε χρόνο προγενέστερο της κατάθεσης της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η ανακόπτουσα όχι μόνο είχε καταθέσει , αλλά και επιδώσει στην καθ' ης , την από 29.08.2013 αίτησή της για την υπαγωγή της στις διατάξεις του ν. 3869/2010 , και επομένως κατά το χρόνο επίδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με την επίσης προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, ίσχυε η κατ' άρθρο 4§3 του ν. 3869/2010 αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος της ανακόπτουσας . Η καθ' ης επομένως , παρά το νόμο, επέδωσε στην ανακόπτουσα την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή επιδιώκοντας με την επίσπευση εις βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης την πλήρη ικανοποίηση της απάιτησής της , πριν προλάβει να υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου , και άρα πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ' ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή. 

Πηγή : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ , τεύχος 3ο 2015

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ Ν. 3869/2010- ΜΗΔΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

 Με την κατωτέρω προσωρινή διαταγή, ο Ειρηνοδίκης Κομοτηνής , διέταξε  την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του αιτούντος και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μέχρι τη συζήτηση της αίτησης και όρισε μηδενικές καταβολές δεδομένου οτι πληροί της προϋποθέσεις του άρθρου 8§5 Ν. 3869/2010 , ως υπερήλικας χαμηλοσυνταξιούχος. 


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Πρακτικό Αποτυχίας Προδικαστικού Συμβιβασμού - Προσωρινή Διαταγή
(Άρθρ. 5 Ν. 3869/2010 και 781 ΚΠολΔ)
Αριθμός έκθεσης κατάθεσης της αίτησης 95/09-06-2015)

                   ΑΙΤΩΝ : Ν.Β. του …. και της…… κάτοικος Κομοτηνής, οδός ………. που παραστάθηκε με τη πληρεξούσια Δικηγόρο του, Ιουλία Μυλωνά (ΑΜΔΣ Ροδόπης 401).
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία « ……………………Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. νομίμως εκπροσωπούμενη από τον Διευθυντή του υποκαταστήματος της ανωτέρω τράπεζας στην Κομοτηνή που εδρεύει επί της οδού ……….. που δεν παραστάθηκε, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 7454 Γ/11-06-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ροδόπης, Α.Τ.
 Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ……………………
αφού διαπίστωσε ότι απέτυχε ο προδικαστικός συμβιβασμός επί της παραπάνω κρινόμενης αίτησης, ο οποίος προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4161/2013, προέβη στη συζήτηση του αιτήματος της προσωρινής διαταγής, το οποίο υπεβλήθη από τον αιτούντα, η οποία προβλέπεται στην παραπάνω διάταξη και στην παρ. 2 του άρθρου 5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ανωτέρω νόμου, και αφού έλαβε υπόψη όσα εκτέθηκαν προφορικά από την πληρεξούσια Δικηγόρο του και μελέτησε τα προσκομιζόμενα έγγραφα:
ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής.
       ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων εναντίον του αιτούντος και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μέχρι τη συζήτηση της αίτησης κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 4ης-12-2017. Λαμβανομένων δε υπόψη της περιουσιακής και εισοδηματικής του κατάστασης, του συνόλου των χρεών του και της οικονομικής του δυνατότητας σύμφωνα με τις βιοτικές του ανάγκες,
ΟΡΙΖΕΙ μηδενική καταβολή δόσεων εκ μέρους του στην πιστώτρια του, διότι συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ.5 του Ν.3869/2010, λόγω ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών του αναγκών. Δεν ορίζεται νέα δικάσιμος γα επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών, διότι, καθόσον πρόκειται για υπερήλικα χαμηλοσυνταξιούχο, δεν πιθανολογείται η βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης.
Υπενθυμίζεται στον αιτούντα ότι σε περίπτωση που επέλθει οποιαδήποτε αξιόλογη μεταβολή στα εισοδήματα του με οποιονδήποτε τρόπο οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο εντός ενός μήνα από τότε που θα συμβεί στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προκειμένου να ενημερωθεί η πιστώτρια του, κατ' αναλογική εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 8 του προκείμενου νόμου, διότι, σε περίπτωση που δεν το πράξει, κινδυνεύει να υποστεί τις προβλεπόμενες συνέπειες τόσο της παρ. 1 του άρθρου 10 του προκείμενου νόμου όσο και της παρ. 4 του άρθρου 9 το ίδιου νόμου, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 4161/2013.

Κομοτηνή, 1 Σεπτεμβρίου 2015
 Ο Ειρηνοδίκης


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015



Προσωρινή διαταγή Ν. 3869/2010, ελάχιστη καταβολή 40€ για οφειλέτρια με δύο δάνεια συνολικού
 ύψους 56.000€ , μέχρι τη συζήτηση της αίτησης , η οποία προσδιορίστηκε για το Σεπτέμβριο του 2017. 


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Πρακτικό Αποτυχίας Προδικαστικού Συμβιβασμού - Προσωρινή Διαταγή
(Άρθρ. 5 Ν. 3869/2010 και 781 ΚΠολΔ)
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης της αίτησης 67/23-04-2015)

ΑΙΤΟΥΣΑ : …… του …….. και της ……. που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ιουλία Μυλωνά (AM ΔΣ Ροδόπης 401).
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………………… Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……. νομίμως εκπροσωπούμενη από τον Διευθυντή του υποκαταστήματος της ανωτέρω τράπεζας στην Κομοτηνή που εδρεύει επί της οδού .......... που δεν παραστάθηκε, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 7365 Γ/19-05-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ροδόπης, Α.Τ.
 Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Κοκκωνίδης Εμμανουήλ
αφού διαπίστωσε ότι απέτυχε ο προδικαστικός συμβιβασμός επί της παραπάνω κρινόμενης αίτησης, ο οποίος προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3869/2010, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4161/2013, προέβη στη συζήτηση του αιτήματος της προσωρινής διαταγής το οποίο υπεβλήθη από της αιτούσα, η οποία προβλέπεται στην παραπάνω διάταξη και στην παρ. 2 του άρθρου 5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ανωτέρω νόμου, και αφού έλαβε υπόψη όσα εκτέθηκαν προφορικά από την αιτούσα και την πληρεξούσια δικηγόρο της και μελέτησε τα προσκομιζόμενα έγγραφα:
ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων εναντίον της αιτούσας και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της μέχρι τη συζήτηση της αίτησης κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18ης-09-2017 και λαμβανομένων υπόψη της περιουσιακής και εισοδηματικής της κατάστασης, του συνόλου των χρεών της και της οικονομικής της δυνατότητας σύμφωνα με τις βιοτικές της ανάγκες,
ΟΡΙΖΕΙ την καταβολή μηνιαίας δόσης ποσού σαράντα ευρώ (40,00 €), σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.5 του Ν.3869/2010, η οποία θα καταβάλλεται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μήνα, αρχής γενομένης την 5η-08-2015 έως τη συζήτηση της αίτησης κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18ης-09-2017 στην αναφερόμενη στην αίτηση πιστώτρια της. Το ανωτέρω ποσό μηνιαίας δόσης είναι μικρότερο από το 10% του συνόλου των ενήμερων δόσεων που οφείλει να καταβάλλει στην ανωτέρω πιστώτρια, διότι κρίνεται ότι το εισόδημα της είναι ανεπαρκές για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της (άρθρο 8 παρ.5).
- Υπενθυμίζεται στην αιτούσα ότι σε περίπτωση που επέλθει οποιαδήποτε αξιόλογη μεταβολή στα εισοδήματα της με οποιονδήποτε τρόπο οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο εντός ενός μήνα από τότε που θα συμβεί στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προκειμένου να ενημερωθεί η πιστώτρια της, κατ' αναλογική εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 8 του προκείμενου νόμου, διότι σε περίπτωση που δεν το πράξει κινδυνεύει να υποστεί τις προβλεπόμενες συνέπειες τόσο της παρ. 1 του άρθρου 10 του προκείμενου νόμου όσο και της παρ. 4 του άρθρου 9 το ίδιου νόμου, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 17 του ν. 4161/2013.

Κομοτηνή, 30 Ιουνίου 2015

Ο Ειρηνοδίκης 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΓΙΑ ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ Ν. 3869/2010 (ΕιρΠατρ407/2014)

   Με την υπ' αριθμ. 407/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, απορρίφθηκε η αίτηση πιστώτριας τράπεζας με την οποία ζητούσε την έκπτωση της οφειλέτιδος από τη ρύθμιση , κάνοντας δεκτή την ένσταση της ιδίας για έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη μη τήρηση της υποχρέωσης για μηνιαίες δόσεις που ορίσθηκε με την αρχική απόφαση .


Ειρηνοδικείο Πατρών
Αριθμ. απόφ. 407/2014
……………………
Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα τράπεζα ισχυρίζεται ότι με την 3/2011 απόφαση του δικαστηρίου αυτού ρυθμίστηκαν οι οφειλές της καθής προς αυτήν και τις αναφερόμενες δύο ακόμη πιστώτριες με την  ένταξή της στις ρυθμίσεις των άρθρων 8§2 του νόμου για μηνιαίες καταβολές ποσού 140 ευρώ επί τετραετία και 9§2 για καταβολές επί 16 χρόνια προς διάσωση της κύριας κατοικίας της . Επίσης ισχυρίζεται ότι η καθής οφειλέτρια καθυστερεί την εκπλήρωση της υποχρέωσης της των μηνιαίων καταβολών της ρύθμισης του άρθρου 8§2 του νόμου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών , για το λόγο δε αυτό ζητά να κηρυχθεί η έκπτωσή της από τη ρύθμιση , εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου.
Η αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό , κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010) εφόσον για το παραδεκτό της κατατέθηκε μέσα στην 4μηνη αποκλειστική προθεσμία από τη δημιουργία του λόγου της έκπτωσης (αρθ. 11§2 ν. 3869/2010) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αρθ. 11§§3 και 3 ν. 3869/2010, καθώς και σ’ αυτή του αρθ. 758 ΚΠολΔ , επομένως πρέπει να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα σαν να ήταν παρόντες οι υπόλοιποι πιστωτές που μετείχαν στη ρύθμιση (αρθ. 754§2 ΚΠολΔ) , στους οποίος επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η ένδικη αίτηση 15 ημέρες πριν τη συζήτηση (αρθρ. 11§2 ν. 3869/2010) και οι οποίοι αν και κλητεύθηκαν για τη σημερινή δικάσιμο δεν εμφανίστηκαν στη δίκη.
Από τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με την 3/2011 απόφαση του δικαστηρίου αυτού έγινε διευθέτηση των οφειλών της αιτούσας προς τις μετέχουσες πιστώτριες με την ένταξή της στις ρυθμίσεις των αρθ. 8§2 για καταβολές επί τετραετία και 9§2 του ν. 3869/2010 για καταβολές επί 16 χρόνια προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της . Ειδικότερα με την πρώτη ρύθμιση ορίστηκε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 140 ευρώ επί τέσσερα χρόνια, συμμέτρως κατανεμημένου στις μετέχουσες για την μερική εξόφληση των αναφερομένων στην απόφαση δανειακών συμβάσεων , χρόνος δε έναρξης των καταβολών ορίστηκε η 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση στην καθής της απόφασης . Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 19.7.2011 και επιδόθηκε στην καθής οφειλέτρια στις 8.11.2012 και συνεπώς , η έναρξη της υποχρέωσής της για μηνιαίες καταβολές τοποθετείται χρονικά , σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης , την 1η Δεκεμβρίου 2012. Πλην όμως η καθής οφειλέτρια αθέτησε την υποχρέωσή της για μηνιαίες καταβολές και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε καμία μηνιαία δόση προς την αιτούσα , η δε ασυνέπειά της αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τον Απρίλιο του 2013. Συνεπώς, εφόσον δεν εκπλήρωσε την επιβληθείσα με την 3/2011 απόφαση υποχρέωση για μηνιαίες καταβολές επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών διαδοχικών μηνών , συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθ. 11§2  του νόμου για την κήρυξη της έκπτωσής της από τη ρύθμιση.
Η καθής προβάλλει ότι η μη καταβολή των μηνιαίων δόσεων οφείλεται στο γεγονός ότι τα εισοδήματά της από τη μηνιαία σύνταξη που λαμβάνει είναι μικρότερα των αναμενομένων λόγω μείωσης του ποσού της . Επικαλείται δηλαδή σοβαρό λόγο που αφορά το πρόσωπό της και συγκεκριμένα αδυναμία κάλυψης των βασικών βιοτικών αναγκών της λόγω μείωσης του ποσού της σύνταξής της , η οποία δεν επαρκεί , χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επιβίωσή της , για την εκπλήρωση της επιβληθείσας με τη ρύθμιση υποχρέωσης για καταβολές . Ο ισχυρισμός της αυτός περί έλλειψης υπαιτιότητας ως προς την αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης για καταβολές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί να προταθεί κατά της αίτησης έκπτωσης καίτοι στη διάταξη του αρθ. 11 του νόμου δε γίνεται λόγος για υπαιτιότητα , όπως συνάγεται από το όλο πνεύμα του νόμου , προς αποφυγή της δυσμενούς κύρωσης της έκπτωσης όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι στο πρόσωπο του οφειλέτη που καθιστούν αδύνατη την καταβολή των δόσεων , όπως εξάλλου προβλέπεται και από τη διάταξη του αρθ. 5§2 , όπως διαμορφώθηκε με το ν. 4161/2013, που παραπέμπει στην εφαρμογή του αρθ. 11§2 (βλ. Αθ. Κρητικό , Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων , 3η έκδοση , σ. 396 και Βενιέρη/Κατσά , Εφαρμογή του νόμου 3869/2010, έκδοση 1η σ. 350).
Στην προκειμένη περίπτωση , σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την 3/2011 απόφαση , με την οποία ρυθμίστηκαν οι οφειλές της καθής , μοναδικό της εισόδημα αποτελούσε η προσωρινή μηνιαία σύνταξη από τον συνταξιοδοτικό της φορέα το ΙΚΑ , ποσού τότε 390 περίπου ευρώ. Για τον δε προσδιορισμό του ποσού των μηνιαίων δόσεων το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις βασικές βιοτικές της ανάγκες , καθώς και την αναμενόμενη χορήγηση της οριστικής σύνταξής της , το ποσό της οποία υπολογιζόταν σε 488 περίπου ευρώ. Όμως στη συνέχεια και μετά τη ρύθμιση , λόγω της δημοσιονομικής πολιτικής μείωσης των μισθών και συντάξεων , δεν χορηγήθηκε στην καθής το επιπλέον αναμενόμενο ποσό της οριστικής σύνταξής της, η οποία παρέμεινε στα επίπεδα της προσωρινής και συγκεκριμένα στο ποσό των 385 ευρώ (βλ. αντίγραφο από το βιβλιάριο καταθέσεων του λογαριασμού της στον οποίο κατατίθεται η σύνταξη). Το ποσό όμως αυτό είναι πολύ μικρό για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της καθής και την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης , που αποτελεί βασικό κριτήριο του νόμου κατά τον ορισμό των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του αρθ. 8§2 του νόμου , η δε από μέρους της εκπλήρωση της υποχρέωσης για την καταβολή της μηνιαίας δόσης των 140 ευρώ που ορίστηκε με την 3/2011 απόφαση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση της αφού, το ποσό που της απομένει για να καλύψει τις ανάγκες της ανέρχεται μόλις σε 245 ευρώ το μήνα. Συντρέχει συνεπώς στο πρόσωπό της σοβαρός λόγος, που δικαιολογεί τη μη τήρηση της ρύθμισης που ορίστηκε με την 3/2011 απόφαση.  Βέβαια η καθής είχε την ευχέρεια να ζητήσει την τροποποίηση της ρύθμισης με τη μείωση του ποσού των μηνιαίων δόσεων , κατ’ αρθ. 8§4 του νόμου και 758 ΚΠολΔ,  με την οποία θα μπορούσε να αποτρέψει την  έκπτωσή της . Πλην όμως τα γεγονότα που θα προέβαλε με την αίτηση μεταρρύθμισης, τα οποία δικαιολογούν την μείωση των μηνιαίων καταβολών , μπορούν να προβληθούν και με σχετική ένσταση περί έλλειψης ευθύνης καταλυτική της αίτησης έκπτωσης.
Σύμφωνα, επομένως , με τα προλεχθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η περί έλλειψης υπαιτιότητας, ως προς τη μη τήρηση της υποχρέωσης για μηνιαίες δόσεις , που ορίστηκε με τη ρύθμιση της 3/2011 απόφασης, ένσταση της καθής και να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη αίτηση έκπτωσης. Δικαστική δαπάνη σε βάρος της αιτούσας δεν επιβάλλεται κατ’ αρθ. 746 κΠολΔ , ελλείψει σχετικού αιτήματος.

Πηγή : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ , ΤΕΥΧΟΣ 1 2015, σελ. 273 επ.  

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΠΔ ΑΠΟ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΠΟΥ ΖΗΤΑ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ Ν. 3869/2010 (413/2014 ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ ΞΑΝΘΗΣ )

Με την παρατιθέμενη προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Ξάνθης, ο αιτών - οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει στο ΤΠΔ ποσό 80€ μηνιαίως μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης , αντί ποσού 558,31€ που παρακρατούσε το Ταμείο αρχικώς . Δέχεται δηλαδή εν προκειμένω το Δικαστήριο ότι ο Ν. 3869/2010 εφαρμόζεται και για τις οφειλές προς το ΤΠΔ , μειώνοντας δραματικά το καταβαλλόμενο μηνιαίο ποσό. 



 ΑΡΙΘΜΟΣ 413/2014

ΠΡΟΣΩΡΙNΗ ΔΙΑΤΑΓΗ  (Ν.3869/2010)
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΞΑΝΘΗΣ
Μετά από έλεγχο του φακέλου της υπόθεσης, της μη απάντησης του μοναδικού πιστωτικού ιδρύματος ΤΠΔ στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών , λόγω της τεκμαιρόμενης άρνησης του να αποδεχθεί τον συμβιβασμό στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του αιτούντος, ……… του …… και της ….. ,κατοίκου Ξάνθης , διαπιστώθηκε ότι δεν επετεύχθη συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων και αφού έλαβε υπόψη το άρθρο 781 ΚΠολΔ και το άρθρο 5 παρ.2 του Ν.3869/2010,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του νόμου 4161/2013 ,απ' όσα εξέθεσε προφορικά η πληρεξούσια-δικηγόρος του αιτούντος Ιουλία Μυλωνά , τα σχετικά επιδειχθέντα από τούτην έγγραφα της δικογραφίας, ενώ το πιστωτικό ίδρυμα εναντίον του οποίου στρέφεται_η αίτηση «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» δεν παραστάθηκε , ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως , παρόλα ότι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ( βλ. υπ' αριθμ. 10823γ/7-2-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ……),
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ως εξής:
ΔΕΧΕΤΑΙ το αίτημα του αιτούντος για χορήγηση προσωρινής διαταγής, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.2 του Ν. 3869/2010 , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Νόμου 4161/2013.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στο καθ'ου η αίτηση προσωρινά μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπ'αριθμ. κατ. 68/2014 αίτησης του αιτούντος, κάθε τυχόν καταδιωκτικό μέτρο σε βάρος αυτού και της περιουσίας του   (συμπεριλαμβανομένης   και   της   αναγκαστικής εκτέλεσης), καθώς και στον αιτούντα κάθε πράξη μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του από την ίδιο ή από τρίτο, συμπεριλαμβανομένης και της εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης και της επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, υπό τον όρο καταβολής από τον αιτούντα μηνιαίως στο καθ'ου πιστωτικό ίδρυμα του ποσού των 80 € μηνιαίως, για το εμπραγμάτως ασφαλισμένο χρέος του , αρχής γενομένης από την 1η Σεπτεμβρίου 2014 και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως του, ως προκαταβολή για τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 Ν.3869/2010 , που αφορά τη διάσωση της κυρίας κατοικίας του αιτούντος, αφού υπάρχει αίτημα διάσωσης της και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στο πιστωτικό ίδρυμα ΤΠΔ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης, την παρακράτηση από τον μισθό του αιτούντος, ποσού πέραν των 80€ μηνιαίως από την 1η Σεπτεμβρίου 2014.
Ξάνθη , 1-8-2014
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Πρώτη Απόφαση του Αρείου Πάγου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (1226/2014, Α1 Πολιτικό Τμήμα)

   Η υπ' αριθμ. 1226/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί την πρώτη απόφαση του δικαστηρίου αυτού σχετικά με το Ν.3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά) και εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως εφετείου δικάζοντος. 
Παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους αναίρεσης που δεν έκανε δεκτούς (σκεπτικό -αιτιολογία) και κυρίως για το λόγο αναίρεσης που δέχθηκε . 

Την υπόθεση αυτή χειρίστηκε το γραφείο μας σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο  του κ. Σαξώνη Βασίλη που εδρεύει στην Αθήνα. 

Παρατίθεται το κείμενο της απόφασης .
Αριθμός 1226/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ Γ του …………………….κατοίκου     Κομοτηνής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σαξώνη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Αυγούστου 2011 αίτηση - διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κομοτηνής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2012 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Πελεκάνος, ανέγνωσε την από 11 Φεβρουαρίου 2014 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης κατά της 6/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 Όπως   προκύπτει   από   την   6661Δ/18-10-2013   έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Γεράσιμου Βαλλιανάτου, που επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η αναιρεσείουσα, έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 11-9-2013 αίτησης   αναίρεσης   με   προσδιορισμό   της   προαναφερόμενης δικασίμου (17ης/2/2014) για τη συζήτηση της και με κλήση προς την τελευταία να λάβει μέρος σ' αυτή. Κατά τη συζήτηση, όμως, της υπόθεσης και την εκφώνηση της από το οικείο πινάκιο η αναιρεσίβλητη   δεν  παραστάθηκε,   ούτε  εκπροσωπήθηκε  από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, η υπόθεση συζητείται παρά την απουσία της, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά   των   αποφάσεων  των   ειρηνοδικείων,   καθώς   και   των  αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται μετά από έφεση κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών... Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς... Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1 β ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ' αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης ή ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (σε μη ειρηνοδικειακές υποθέσεις), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1662/2010, ΑΠ 208/2011). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου , η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α' εδ. 1 του ν. 3996/2011 και το άρθρο 20 παρ. 15 του ν. 4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές ... το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητουμένων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και την απαλλαγή του οφειλέτη.
Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο. Κατά την παρ. 3 αυτού, ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, (οφείλει) να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας ... Κατά δε την παρ. 4 αυτού, με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε έναν μήνα από την υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν αυτό δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Ενώ, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, σε περιπτώσεις, που, εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ιδίας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών.
Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος.      Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων, δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη.  Ακόμη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 του ίδιου νόμου, η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8, επιφέρει, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών, ακόμη ' και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους.
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες θεσμοθετούν τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματα του για την εξυπηρέτηση τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλές και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, προκύπτουν τα ακόλουθα : Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα. Η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται κατά βάση με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8 παρ. 2 επί τέσσερα έτη, που ορίζονται από το δικαστήριο. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμού του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή, και ιδίως από την εργασία του, και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού ) έγγαμης συμβίωσης και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιστάσεις, όπως είναι η ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών (και όχι των κανονικών και συνήθων) βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλες με ανάλογη τουλάχιστον βαρύτητα, εφαρμόζεται η ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρο 8, οπότε το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει μηνιαίες χρηματικές καταβολές μικρού ύψους ή μηδενικές και ορίζει νέα δικάσιμο σε χρόνο απώτερο των πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του, για να επαναπροσδιοριστεί και οριστικοποιηθεί   κατά   τη   νέα   δικάσιμο  το   τελικό  ποσό   των  μηνιαίων καταβολών για ολόκληρη την τετραετία. Η δε σχετική διαγραφή του ρυθμιζόμενου χρέους (με επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 9) επέρχεται μετά από κανονική τήρηση της σχετικής ρύθμισης και με τη λήξη της τετραετίας, άσχετα αν οι αντίστοιχες καταβολές οριστικοποιήθηκαν εξαρχής ή μεταγενέστερα ή είναι μικρού ύψους ή μηδενικές. Για την ικανοποίηση του ίδιου χρέους του οφειλέτη και εφόσον ζητηθεί από αυτόν (ως τρόπος εκκαθάρισης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας του), ενεργοποιείται (σωρευτικά) και η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 για την εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου της ιδιοκτησίας του οφειλέτη, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του και η αξία του δεν υπερβαίνει το τασσόμενο όριο, οπότε η ρύθμιση της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών ορίζεται μέχρι συνολικό ποσό ίσο με ποσοστό 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Επίσης η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 δεν εξαρτάται, καταρχήν, από τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει κανονικά τις δόσεις που ορίστηκαν, παράλληλα με τις πραγματικές (και όχι μηδενικές) καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 ή μετά τη λήξη τους, εφόσον χορηγήθηκε σ' αυτόν αντίστοιχη περίοδος χάριτος. Οι τελευταίες (οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των καταβολών και της χρονικής διάρκειας της ρύθμισης. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, δεχόμενη ότι πρόκειται για προσωρινή αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών της, καίτοι η οικονομική   και   οικογενειακή  πραγματικότητα   αυτής,   όπως  περιγράφεται στην απόφαση, καταδεικνύει μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής αυτών από μέρους της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο της ουσίας, ανεξάρτητα από την επικαλούμενη διατύπωση, που πράγματι διέλαβε στην απόφαση του, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της, δέχτηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προαναφερόμενης ουσιαστικής διάταξης και προχώρησε στη ρύθμιση των χρεών της αναιρεσείουσας, κατά τις προβλέψεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη όσα ορίζει το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και, υποχρεώνοντας την να καταβάλλει σε μηνιαία βάση το συνολικό ποσό των 705,73 ευρώ, για τις ρυθμίσεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2, καίτοι αυτή και ο σύζυγος της είναι άνεργοι και γονείς δύο παιδιών, παραβίασε τον σκοπό αυτού του νόμου, ο οποίος επιθυμεί να διασφαλίσει στους αιτούντες τη ρύθμιση ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ, 2 του ν. 3869/2010, ενώ, επιπλέον, όσα αναφέρονται στον σχετικό λόγο αφορούν νομικές απόψεις της αναιρεσείουσας και εκτίμηση της προσβαλλόμενης απόφασης για ζητήματα ουσίας, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. 
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1α ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έσφαλε κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 με την κρίση ότι «... όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει, μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των δυνατοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ τον μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες...». Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι ακριβώς συνίσταται η προβαλλόμενη παραβίαση, με ποιόν ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό συνάπτεται και ποια επίδραση άσκησε η επικαλούμενη πλημμέλεια στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
 Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη πλημμέλεια από το άρθρο 560 παρ. 1β ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποίησε εσφαλμένα τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία παραβίασε. Πιο συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα διατυπώνει στο αναιρετήριο τη σχετική αιτίαση της ως εξής : «Εν προκειμένω λοιπόν, δια της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο δέχθηκε τα κάτωθι : «... Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ ... κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση ...Η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα πρέπει να συνδυαστεί με αυτή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 ν.3896/2010, καθόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας και θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 85% της εμπορικής αξίας του ιδανικού μεριδίου της επ' αυτής, δηλαδή το ποσό των 1 10.500 ευρώ (130.00 ευρώ εμπορική αξία Χ 85%).
Η ανωτέρω κρίση όμως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι αναιρετέα καθώς κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας του ακινήτου παραβιάσθηκαν τα διδάγματα κοινής πείρας, όπως αυτά ορίσθηκαν από το ίδιο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (χρόνος κατασκευής, περιοχή, αντικειμενική αξία και κρατούσες οικονομικές συνθήκες) με τον καθορισμό εμπορικής αξίας υπερβολικά δυσανάλογης σε σχέση με τους παράγοντες που δέχθηκε το δικαστήριο ότι την καθορίζουν.
Ειδικότερα, το δικαστήριο συνεκτίμησε, όπως άλλωστε προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση της απόφασης, το χρόνο κατασκευής, την περιοχή στην οποία βρίσκεται, το εμβαδό, την αντικειμενική αξία και τις συνθήκες της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας καθώς επίσης και ότι επρόκειτο για ιδανικό μερίδιο 50% εξ αδιαιρέτου.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν γνώσεις, που αντλούνται από την κοινωνική πραγματικότητα, με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για γενικές και αφηρημένες αρχές, που αποτελούν τμήμα της κοινωνικής αντίληψης του μέσου συνετού ανθρώπου, βάσει των οποίων αξιολογεί την εξέλιξη των πραγμάτων. 
Στην προκειμένη περίπτωση, η αντίληψη αυτή αφορά στη διαμόρφωση της εμπορικής - αγοραίας αξίας των ακινήτων, την οποία οριοθετούν οι παράγοντες, που ανέφερε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή ότι α) το προαναφερθέν ακίνητο κατασκευάσθηκε το έτος 2001, β) αγοράσθηκε από την αιτούσα δυνάμει του υπ' αριθμ. ………… συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ. έναντι τιμήματος 112.000 €, γ) η αντικειμενική αξία ολόκληρου του ακινήτου κατά το χρόνο αυτό ανήρχετο στο ποσό των 62.350 €, δ) το εμβαδόν του είναι 107,11 τμ καθαρό, ε) η περιοχή στην οποία βρίσκεται είναι εντός της πόλης της Κομοτηνής, στ) η αντικειμενική του αξία σύμφωνα με το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ΕΤΑΚ για το οικονομικό έτος 2009 ανήρχετο στο ποσό των 38.676,49 € για έκαστο εκ των συνιδιοκτητών (συνολικώς 77.352,98 €) και ζ) τέλος, ότι η οικονομική κρίση δεν ευνόησε, παρά έριξε τις τιμές στην αγορά ακινήτων. Η οικονομική συγκυρία στην αγορά ακινήτων κατά το χρόνο εκδίκασης της εφέσεως δεν ήταν τέτοια, ώστε να δικαιολογεί την τόσο υψηλή εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας, η οποία αποτιμήθηκε από το δικαστήριο στο ποσό των 130.000 € για ποσοστό ιδιοκτησίας 50% επί του όλου ακινήτου, όταν πρόκειται για ένα διαμέρισμα του 2001, στην πόλη Κομοτηνή του νομού Ροδόπης, του οποίου η αντικειμενική αξία αποτιμήθηκε το έτος 2009 στο ποσό των 77.352,98 € και κυρίως όταν αποτελεί κοινή γνώση πλέον, ότι η αγορά ακινήτων έχει σχεδόν παγώσει σε όλη την επικράτεια, με τις τιμές να ακολουθούν ελεύθερη πτώση και οι προσφορές να είναι κατά πολύ κατώτερες της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τα αναφερόμενα διδάγματα κοινής πείρας, διότι τα χρησιμοποίησε εσφαλμένο: κατά την υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, την οποία εφάρμοσε κατά παράβαση του νόμου. Για τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και ως προς αυτό το σκέλος».
Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο που δεν συνάδει με τις αρχές της λογικής κατά την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ενώ, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο του σχετικού λόγου, οι επικαλούμενες πλημμέλειες αφορούν την αποδεικτική στάθμιση από το δικαστήριο της ουσίας διαφόρων πραγματικών στοιχείων -κριτηρίων για τον καθορισμό της εμπορικής αξίας του ενδίκου ακινήτου, ως κρισίμου αποδεικτέου πραγματικού γεγονότος για τον καθορισμό του συνολικού χρηματικού ποσού, μέχρι το οποίο θα ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 (επιπλέον εκείνης του άρθρου 8 παρ. 2). Οι πλημμέλειες δε αυτές, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν στοιχειοθετούν παραδεκτό λόγο αναίρεσης από τον άρθρο 560 παρ. 1 β του ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη λόγο αναίρεσης από το άρθρο 560 παρ. Ια ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση οτι  εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, καίτοι τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν επέβαλαν την εφαρμογή της, την οποία αυτή είχε ζητήσει. Όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ενδιαφέρον μέρος της, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα : «Η αιτούσα, γεννημένη στις 24-9-1975, είναι σύζυγος του Α.Τ. και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, του Α. και της Α., που γεννήθηκαν στις 18-5-2007 και κατοικούν σε ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, καθαρής επιφάνειας 107,11 τ.μ., που κείται εντός της πόλης Κομοτηνής και επί της οδού Στ. Κουμανούδη αρ. 3, με ΚΑΕΚ 42 017 …………., συγκυριότητας των συζύγων κατά ποσοστό ιδανικής μερίδας εκάστου 50 %. Το ετήσιο ατομικό εισόδημα της αιτούσας, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος, ανήλθε το έτος 2008 σε 7.735,43 ευρώ, το έτος 2009 σε 3.482,69 ευρώ, το έτος 2010  σε 6.086,22 ευρώ και το έτος 2011 σε 2.403,53 ευρώ, ενώ, αντίστοιχα, του συζύγου της σε 18.188,78 ευρώ, 16.720,37 ευρώ, 17.291,22 ευρώ και 18.216,97 ευρώ. Εξάλλου, ο προαναφερόμενος σύζυγος της αιτούσας, εργαζόταν από 1-3-2000 στην επιχείρηση της εταιρίας με την επωνυμία «………. ΑΕ» με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μέχρι τις 2-4-2012, οπότε η ως άνω εργοδότρια κατήγγειλε την σύμβαση και του κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης ποσού 13.497,40 ευρώ. Εν συνεχεία, ο ίδιος με την από 15-5-2012 απόφαση του ΟΑΕΔ κρίθηκε δικαιούχος επιδόματος τακτικής ανεργίας για χρονικό διάστημα από 10-4-2012 έως 10-3-2013, μηνιαίου ύψους 432 ευρώ. Η αιτούσα τα έτη 2011  και 2012 φοιτούσε στην ΕΠΑΣ Βοηθών Νοσηλευτών του Γ.Ν.Κομοτηνής και απέκτησε το πτυχίο της βοηθού νοσηλεύτριας στις 28-6-2012. Από δε 19-3-2011 έως 18-8-2011 ήταν δικαιούχος επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, ανερχόμενου στο ποσό των 545 ευρώ μηνιαίως. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν προέκυψε ότι διαθέτει η αιτούσα. Η οικονομική της αυτή κατάσταση, όμως, είναι προσωρινή και οφείλεται στη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χώρας την τρέχουσα περίοδο, λόγω δε της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 3869/2010 να βρει ανάλογη με τις ικανότητες της εργασία, είναι πιθανή η ανεύρεση εργασίας της. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμο και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον αυτό χρόνο {βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 98 επ.), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/10): από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», είχε λάβει μαζί με τον προαναφερόμενο σύζυγο της ως συνοφειλέτρια εις ολόκληρον, δύο στεγαστικά δάνεια, το πρώτο ποσού 115.620 ευρώ με την υπ' αρ. 2797910/26-9-2002 σύμβαση και το δεύτερο ποσού 30.000 ευρώ με την υπ' αρ. 3587910/8-5-2006 σύμβαση. Οι απαιτήσεις της ως άνω πιστώτριας Τράπεζας από τα δάνεια αυτά είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί του ποσοστού συγκυριότητας της στην ως άνω κύρια κατοικία της για το ποσό των 150.300 ευρώ και 36.000 ευρώ, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 2669/10/16-8-2011 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραφών στο    τηρούμενο    στο    Κτηματολογικό    Γραφείο    Κομοτηνής κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ 42 017 ……….. (βλ. ΑΠ31/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η οφειλή της από τα δάνεια αυτά ανέρχεται με τα πιο πάνω επιτόκια ενήμερης οφειλής μαζί με τους τόκους στο ποσόν των 97.720,87 ευρώ (κεφάλαιο 97.720,87 ευρώ, τόκοι 0,00 ευρώ) και 25.567,86 ευρώ (κεφάλαιο 25.567,86, τόκοι 0,00 ευρώ), αντίστοιχα και συνολικά σε 123.288,73 ευρώ. Επιπρόσθετα, η αιτούσα όφειλε στην προαναφερόμενη πιστώτρια τράπεζα   από   την   με   αριθμό   200112050277000   σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 2.678,40 ευρώ (κεφάλαιο 2.639,18 ευρώ και τόκοι 39,22 ευρώ) και από την με αριθμό 20011310230657000 σύμβαση πιστωτικής κάρτας ποσό 144 ευρώ (κεφάλαιο 0,00 ευρώ και έξοδα 144 ευρώ). Όλα τα προαναφερόμενα ποσά προκύπτουν από την προσκομιζόμενη κατάσταση γνωστοποίησης των οφειλών της αιτούσας από την εν λόγω πιστώτρια τράπεζα. Στα ποσά αυτά δεν    συμπεριλαμβάνονται    τόκοι    από    τον    άνω    χρόνο γνωστοποίησης (16.3.2011) μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης, καθόσον δεν προσκομίσθηκε από την ως άνω πιστώτρια τράπεζα οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτουν οι τόκοι αυτοί. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνολική οφειλή της αιτούσας προς την ως άνω πιστώτρια, που συμπεριέλαβε στην αίτηση, ανέρχεται στο ποσό των 123.288,73 ευρώ για την οφειλή της από τα στεγαστικά δάνεια και 2.822,40 ευρώ για τις οφειλές της αιτούσας από πιστωτικές κάρτες κατά το χρόνο που κατέστη   ληξιπρόθεσμο  το  χρέος   (χρόνος   κοινοποίησης   της αίτησης).   Συνολικά,   η   αιτούσα   έχει   χρέος   προς   ρύθμιση 126.111,13 ευρώ (123.288,73 + £J22.40 ευρώ). Η αιτούσα  το έτος 2011 έχει περιέλθει σε προσωρινή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της λόγω της προαναφερόμενης σημαντικής μείωσης των εισοδημάτων της, η δε αδυναμία της αυτή, συνεκτιμώντας την ανεργία της, τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας και το κόστος διαβίωσης της οικογένειας της δεν οφείλεται σε δόλο, ο οποίος άλλωστε δεν αποδείχθηκε. Μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό της στοιχείο, που μπορεί να εκποιηθεί και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα αποτελεί το ποσοστό συγκυριότητας της κατά 50 % επί της προαναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα) υπό στοιχείο «2» του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, καθαρής επιφανείας 107,11 τ.μ., που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή, κείμενη στην Κομοτηνή, επί της οδού…………………, της οποίας η αιτούσα κατέστη συγκυρία κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου με τον προμνησθέντα σύζυγο της, δυνάμει του υπ' αρ. 1388/20-9-2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Σ.Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής στον Τόμο 1386, α.α. .. την 23η-9-2002. Η εμπορική αξία του ιδανικού μεριδίου της αιτούσας επί της κατοικίας αυτής, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου κατασκευής, της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εμβαδού της, της αντικειμενικής της αξίας και των συνθηκών, που επικρατούν σήμερα στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, συνεκτιμώμενης και της αντικειμενικής της αξίας, εκτιμάται στο ποσό των 130.000 ευρώ. Η κατοικία αυτή αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο παιδιά, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%,  όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση της από την εκποίηση. Με βάση τα δεδομένα αυτά, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα σ' αυτές των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Συνεπώς, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματα της επί τετραετία, που θα αρχίζουν την 1η ημέρα του επόμενου από την κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας απόφασης μήνα, από τις οποίες η πιστώτρια θα ικανοποιηθεί σύμμετρα (αρθ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10). Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση ποσό στην πιστώτρια, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών της αναγκών και της ηλικίας της, που της επιτρέπει μετά από εύλογη προσπάθεια, όπως εξάλλου επιβάλλεται σ' αυτήν με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010, να βρει εργασία ανάλογη των ικανοτήτων της, ανέρχεται σε 200 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες».
Από τις προαναφερόμενες παραδοχές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (27-2-2013) τόσο η αναιρεσείουσα όσο και ο σύζυγος της ήταν άνεργοι. Ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε κανένα εισόδημα, ο δε σύζυγος της λάμβανε μόνο επίδομα ανεργίας μηνιαίου ποσού 432 ευρώ, το οποίο θα έπαυε τον επόμενο μήνα. Ότι είναι γονείς δύο ανηλίκων παιδιών, που γεννήθηκαν το έτος 2007 και χρησιμοποιούν ως κύρια οικογενειακή κατοικία ένα διαμέρισμα εμβαδού 107,11 μ2 στην πόλη της Κομοτηνής, που απέκτησαν με στεγαστικά δάνεια κατά ίσα ποσοστά ο καθένας, η εμπορική αξία του οποίου, για τη μερίδα της αναιρεσείουσας, αποτιμήθηκε σε 130.000 ευρώ και για τη διάσωση του οποίου υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλλει εντόκως μηνιαίες δόσεις ποσού 511,57 ευρώ για χρονική περίοδο 216 μηνών, με το επιτόκιο που αναφέρεται στην απόφαση και με περίοδο χάριτος τριών μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Και ότι οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, πράγμα που λογικά συνεπάγεται αντίστοιχη δυσχέρεια στην εξεύρεση εργασίας από μέρους της αναιρεσείουσας, για την οποία ωστόσο το δικαστήριο δέχτηκε ότι, λόγω της ηλικίας της, είναι πιθανό να βρεί ανάλογη εργασία, χωρίς να αναφερθεί στο ύψος της προσδοκώμενης αμοιβής, ούτε στην πιθανότητα απασχόλησης του συζύγου της. Υπό αυτές τις παραδοχές, συνέτρεχαν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 και τετραετούς ρύθμισης του χρέους της αναιρεσείουσας με μηδενικές ή ελάχιστες μηνιαίες καταβολές, αφού οι προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες της δεν επηρέαζαν βέβαια τη ρύθμιση για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της και τις εντεύθεν υποχρεώσεις της, αλλά δεν επέτρεπαν ούτε την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών αυτής και των ανηλίκων τέκνων της. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την προαναφερόμενη ουσιαστική διάταξη, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. 
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο ρύθμισης του χρέους με καταβολή μηνιαίων δόσεων 200 ευρώ για μία τετραετία, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς αυτό το κεφάλαιο, από το ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της μερικής ήττας της, σε ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176, 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να αποδοθεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το μέρος που αναφέρθηκε στο σκεπτικό, την απόφαση 6/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχει ο δικαστής που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
            Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 5η Μαΐου 2014. 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 5η Ιουνίου 2014.


 O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ