Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέματα προστασίας καταναλωτών και Τραπεζικό Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέματα προστασίας καταναλωτών και Τραπεζικό Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Νομολογία- Απόφαση 145/2013 ΜονΠρωτΚεφ (επί αιτήσεως αναστολής) - Πιθανολογήθηκε άκυρη διαταγή πληρωμής λόγω επίκλησης από την ανακόπτουσα όρων που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με δύναμη δεδικασμένου υπέρ του συνόλου των καταναλωτών, βάσει δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών μεταξύ ενώσεων καταναλωτών και Τραπεζών



Με την ανωτέρω δικαστική απόφαση (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κρίθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός ανακόπτουσας – δανειολήπτριας  ότι ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής από την αντίδικο Τράπεζα, διότι υφίστατο ως προς τους επικαλούμενους από αυτή ως καταχρηστικούς όρους δεδικασμένο υπέρ του συνόλου των καταναλωτών και συνακόλουθα και της ίδιας [ανακόπτουσας] που απορρέει από δικαστικές αποφάσεις (μεταξύ άλλων της ΑΠ 1219/2001) που εκδόθηκαν επί συλλογικών  αγωγών μεταξύ Ενώσεων Καταναλωτών και Τραπεζών, από τις οποίες [αποφάσεις] παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων και  αν δεν ήταν διάδικοι και επομένως, όσα αυτές καθορίζουν ισχύουν και για όλες τις τράπεζες, το οποίο [δεδικασμένο] αναλογικά, λειτουργεί ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής που προσβλήθηκε με ανακοπή.

Ο λόγος αυτός πιθανολογήθηκε ότι είναι νόμιμος, με το σκεπτικό, ότι «η ενέργεια της ισχύος της απόφασης επί της συλλογικής αγωγής εκδηλώνεται (όπως ακριβώς και του δεδικασμένου) τόσο εξωδίκως, υπό την έννοια ότι οι προμηθευτές (Τράπεζες) είναι υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν προς όσα ορίζει η απόφαση, όσο και σε δικονομικό επίπεδο, έτσι ώστε αν το ζήτημα, που κρίθηκε με τη συλλογική αγωγή, είναι προδικαστικό δίκης, που διεξάγεται μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή (οποιουδήποτε καταναλωτή έστω και μη μέλους της ένωσης, έστω και αν δεν είχε μετάσχει στη δίκη επί της συλλογικής αγωγής) το δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση επί της συλλογικής αγωγής. Συνεπώς, αν η συλλογική αγωγή είχε γίνει δέκτη (π.χ. είχε αναγνωρίσει ορισμένο Όρο στο έντυπο της σύμβασης ως καταχρηστικό), ο καταναλωτής μπορεί να επικαλεστεί το αποτέλεσμα της απόφασης ως δεσμευτικό κατά την εκδίκαση της αγωγής του κατά του προμηθευτή (Τράπεζας)».

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πιθανολογήθηκε ότι θα ευδοκιμήσει ο ανωτέρω λόγος  της ανακοπής της αιτούσας, πρόσθετα δε ότι  θα ακυρωθεί εν μέρει η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής ως προς το κονδύλιο των  «εξόδων διαχείρισης/συνδρομής» το οποίο έχει κριθεί ως παράνομο με  δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών μεταξύ Ενώσεων Καταναλωτών και Τραπεζών. Με βάση αυτό το σκεπτικό η απόφαση ανέστειλε την εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επειδή  πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την άμεση αναγκαστική εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, κάνοντας δεκτή την αίτηση αναστολής ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, διατάσσοντας την  χωρίς εγγύηση αναστολή της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής.
  
Η υπόθεση αυτή δημοσιεύθηκε από τον δικηγόρο που τη χειρίστηκε , στο προσωπικό του blog , ήτοι στο alampasis.blogspot.gr, τον οποίο ευχαριστούμε που μας έδωσε την άδεια να την αναφέρουμε στο blog μας.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Δεκτή η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής λόγω προηγούμενης αίτησης για υπαγωγή στο Ν. 3869/2010 (απόφαση 213/2013 Ειρηνοδικείου Κομοτηνής)


   Με την παρατιθέμενη απόφαση, έγινε δεκτή η ανακοπή οφειλέτριας κατά διαταγής πληρωμής , λόγω προγενέστερης αιτήσεώς της για υπαγωγή στο Ν. 3869/2010 , με συνέπεια η καταγγελία της σύμβασης και η έκδοση διαταγής πληρωμής - ακόμη και χωρίς επιταγή προς πληρωμή- να κριθεί καταχρηστική και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής . 


  Αριθμός 213/2013
           ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Τακτική Διαδικασία


      Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Κομοτηνής Σμαράγδα Μπραντζουκάκη, δυνάμει της υπ' αριθμ. 144/2012 πράξης της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Ροδόπης με την παρουσία της Γραμματέως Λεμονιάς Καραολάνη.
         Συνεδρίασε, δημόσια στο ακροατήριο του, την 3η Δεκεμβρίου 2012, για να δικάσει μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ε. Π. ……… κατοίκου Κομοτηνής (οδός ……..), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευσταθία Κακοσαίου.
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα……………… Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της X.Α.
Η ανακόπτουσα με την από 19.4.2012 ανακοπή της, που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αρ. εκθέσεως καταθέσεως 108/20.4.2012) ζητά να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν
Για την συζήτηση της ανακοπής ορίσθηκε δικάσιμος η παραπάνω αναφερόμενη συνεδρίαση, κατά την οποία εμφανίστηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Έγινε η συζήτηση της υπόθεσης και άκουσε τα όσα γράφτηκαν στα πρακτικά και στις προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή επιδιώκεται η ακύρωση της υπ'αριθμ. 72/2012 διαταγής πληρωμής του δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε με βάση τα σε αυτήν ιδιωτικά έγγραφα και με την οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθής, το συνολικό ποσόν των 8.138,98 ΕΥΡΩ, πλέον τόκων και εξόδων. Η ανακοπή αυτή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και παραδεκτώς φέρεται μπρος εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 632 παρ. 1α, 636, 584 Κ.Πολ.Δ) κατά τις διατάξεις
της τακτικής διαδικασίας. Πρέπει κατόπιν τούτων να εξεταστεί και περαιτέρω κατά τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
      Επειδή, λόγοι που στηρίζουν την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής μπορεί να είναι η άρνηση υπάρξεως του χρέους, οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο αναβλητικές ή καταλυτικές ενστάσεις καθώς και δικονομικές τοιούτες οι σχετικές προς τις προϋποθέσεις εκδόσεως της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δηλαδή όλες οι ενστάσεις και δη οι καταλυτικές του τίτλου, όσο και του διά της διαταγής πληρωμής βεβαιωμένου δικαιώματος του δανειστού.
      Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθ'ης, καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής για το ποσόν των 8.138,98 ΕΥΡΩ, καθ'όσον γνώριζε ότι η ανακόπτουσα ευρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, ύστερα από κοινοποίηση προς αυτήν της αίτησης που είχε υποβάλει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής για ρύθμιση των χρεών της κατά το ν. 3869/2010. Επί πλέον, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση, ισχυρίζεται, ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε για απαίτηση μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, καθότι, ενώ η οφειλή της την 2.9.2011 ανέρχονταν στα 7.586,91 ΕΥΡΩ, κατά βεβαίωση της καθ'ης και με την κοινοποίηση της αίτησης για ρύθμιση οφειλών κατά το ν. 3869/2010, οι οφειλές παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους, η υπ'αριθμ. 72/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου τούτου, που στηρίχθηκε σε λογαριασμό που έκλεισε την 21.9.2011, εκδόθηκε για ποσόν 8.138,98 ΕΥΡΩ. Οι άνω λόγοι της υπό κρίση ανακοπής είναι νόμιμοι (άρθρο 281 Α.Κ, 624 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ και 6 ν. 3869/10) και εξεταστέοι ουσία.
Από τα νομίμως μετ'επικλήσεως προσκομισθέντα έγγραφα, τους ισχυρισμούς και ομολογίες των διαδίκων, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής χρησίμων ως δικαστικών τεκμηρίων και την εν γένει συζήτησης της υπόθεσης, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με αίτηση της καθ'ης η αίτηση τράπεζας, εκδόθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η υπ'αριθμ, 72/2012 διαταγή πληρωμής του δικαστηρίου τούτου, με την οποία η καθ'ης υποχρεώθηκε να καταβάλει στην αιτούσα το ποσόν των 8.138,98 ΕΥΡΩ πλέον τόκων και εξόδων με βάση την από 18.3.2008 σύμβαση δανείου, την οποία (διαταγής πληρωμής) η καθ'ης κοινοποίησε στην ανακόπτουσα με την κάτωθι αυτής από 10.4.2012 επιταγή προς πληρωμή. Η ανακόπτουσα μέχρι
2° φύλλο της υπ'αριθμ. 213/13 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής
****
το έτος 2010 ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της ως προς την καταβολή των μηνιαίων της δόσεων, όμως από τότε και στο εξής, για δικούς της λόγους, άρχισε να καθυστερεί την καταβολή τους και στις 22.8.2011 κατέθεσε αίτηση στο παρόν δικαστήριο για ρύθμιση των οφειλών της κατά το ν. 3869/2010, αφού είχε λάβει την από 17.3.2011 βεβαίωση οφειλών της από την καθ'ης, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσόν των 7.586,91 ΕΥΡΩ. Την αίτηση αυτή κοινοποίησε στην καθ'ης στις 2.9.2011, με ημερομηνία δικασίμου την 9.1.2012 (βλ. υπ'αριθμ. 3684/2.9.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Κ.). Όμως, ενώ η καθ'ης γνώριζε ότι η ανωτέρω έχει αιτηθεί την ρύθμιση των οφειλών της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και αυτή για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στις 17.2.2012, ενάμισυ χρόνο μετά την κοινοποίηση της αίτησης κατά το ν. 3869/10 και μάλιστα για ποσό διογκωμένο, ενώ κατά το νόμο 386/10, άρθρο 6, η τοκογονία παύει με την κοινοποίηση της αίτησης. Η συγκεκριμένη αυτή συμπεριφορά της καθ'ης κρίνεται καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ, ήτοι, ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Κατ'ακολουθία των ανωτέρω και επειδή οι προταθέντες από την ανακόπτουσα λόγοι της ανακοπής της, προέκυψαν και βάσιμοι ουσία, θα πρέπει η κρινόμενη να γίνει δεκτή, να διαταχθούν τα εις το διατακτικό και να καταδικαστεί η καθ'ής η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας (176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως αυτά θα οριστούν στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ'αριθμ. 72/2012 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας στην καθ'ης η ανακοπή, ορίζει δε αυτά στο ποσόν των 140 ΕΥΡΩ.
  ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κομοτηνή στις 2 Απριλίου 2013 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών.



     Η Ειρηνοδίκης                                                                                H Γραμματέας
Σμαράγδα Μπραντζουκάκη                                                           Λεμονιά Καραολάνη








Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Επιβολή προστίμων σε τράπεζα για παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων


        Πρόστιμα συνολικού ύψους 10.000 ευρώ επέβαλε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε τράπεζα, για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μετά από προσφυγή παλαιού πελάτη της.
     Ειδικότερα ο εν λόγω πελάτης προσέφυγε στην Αρχή ισχυριζόμενος ότι στέλεχος της υπό κρίση τράπεζας, με την οποία είχε διακόψει από καιρό τη συνεργασία του, προέβη μέσω του συστήματος «Τειρεσίας» σε αναζήτηση κι επεξεργασία οικονομικών του στοιχείων, τα οποία εν συνεχεία προώθησε σε συγγενικό του πρόσωπο, μη δικαιούμενο εκ του νόμου ενημέρωσης σχετικά με τα στοιχεία αυτά και σε κάθε περίπτωση χωρίς να έχει ληφθεί η συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου πελάτη.
         Να σημειωθεί ότι ο προσφεύγων ζήτησε με εξώδικη διαμαρτυρία να πληροφορηθεί το πρόσωπο το οποίο προέβη στις ως άνω περιγραφόμενες ενέργειες χωρίς ωστόσο να λάβει απάντηση εκ μέρους της Τράπεζας.
      Η Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομοθεσία, και συγκεκριμένα το ν.2472/97 περί «προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων» έκρινε αθέμιτη την άντληση κι επεξεργασία των επίμαχων στοιχείων χωρίς ενημέρωση και συγκατάθεση του ενδιαφερομένου κι επέβαλε στην τράπεζα επιπλέον πρόστιμο για μη ικανοποίηση του νόμιμου αιτήματος ενημέρωσης του προσφεύγοντος πελάτη.

    Πηγή : lawnet.gr

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

    

     Με ανακοίνωση του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή , την 5-2-2012, επισημάνθηκαν εν συντομία οι σημαντικότερες αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών , γνωστών ως εισπρακτικών εταιρειών. Αυτές είναι, σύμφωνα με την ανακοίνωση :

1) Οι εταιρείες μπορούν να αρχίσουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες για την ενημέρωση του οφειλέτη για ληξιπρόθεσμη απαίτηση μετά την πάροδο δέκα ημερών από την ημέρα που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη.
2) Προσδιορίζεται ένα συγκεκριμένο ωράριο για την επικοινωνία με τον οφειλέτη (9.00 έως 20.00) που περιορίζεται στις εργάσιμες μόνο ημέρες.
3) Η επικοινωνία καταγράφεται και τηρείται για ένα έτος προκειμένου να ελέγχεται η παραβίαση του νόμου σε περίπτωση καταγγελίας. Το περιεχόμενο της καταγραφής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάρος του οφειλέτη. Ο οφειλέτης ενημερώνεται για την καταγραφή και το σκοπό της.
4) Οι εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλουν να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση στον οφειλέτη ή, μετά από καταγγελία του οφειλέτη, στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατάσταση με τα συναφή δεδομένα κίνησης των τηλεφωνικών συνδέσεων καθώς και τα αναγνωριστικά στοιχεία του κατόχου της τηλεφωνικής παροχής από την οποία πραγματοποιήθηκε η επικοινωνία με τον οφειλέτη προκειμένου να ελεγχθεί καταγγελία για παραβίαση του νόμου.
5) Οι εταιρείες ενημέρωσης είναι υποχρεωμένες να τηρούν ηλεκτρικό αρχείο τηλεφωνικών επικοινωνιών ενημέρωσης στις οποίες προβαίνουν προς τον οφειλέτη και να χορηγούν τα στοιχεία αυτά στον οφειλέτη ή στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, όταν τους ζητηθεί.
6) Οι διατάξεις για την προστασία των οφειλετών εφαρμόζονται όχι μόνο στις εταιρείες ενημέρωσης αλλά και στους ίδιους τους δανειστές (π.χ. πιστωτικά ιδρύματα) όταν προβαίνουν σε επαναλαμβανόμενη ενημέρωση.
7) Πέραν της εταιρείας ενημέρωσης που έχει εγγραφεί στο σχετικό μητρώο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να προβαίνει σε ενημέρωση οφειλετών.
8) Εξασφαλίζεται η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, μεταξύ άλλων και από την Αρχή Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σε όλους όσοι παραβιάζουν τις διατάξεις του νόμου, και όχι μόνο στις εταιρείες ενημέρωσης.
     Επισημαίνεται ότι προς τις υποχρεώσεις 3, 4 και 5 οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών θα πρέπει να έχουν συμμορφωθεί στην τήρησή τους μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του νόμου (δηλαδή μέχρι 2.4.2012).
Πλέον οι καταγγελίες των οφειλετών για συνεχείς την ίδια ημέρα ή σε συνεχόμενες ημέρες τηλεφωνικές οχλήσεις ή για οχλήσεις με παραπλανητικό ή απειλητικό ή οποιοδήποτε άλλο αθέμιτο περιεχόμενο ή οχλήσεις που συνεχίζονται και όταν λ.χ. ο οφειλέτης έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για ρύθμιση των οφειλών του, θα μπορούν να ελέγχονται κατά εφικτό και αποτελεσματικό τρόπο, να επιβάλλονται στους παραβάτες οι προβλεπόμενες κυρώσεις και να διασφαλίζεται η τήρηση της νομοθεσίας. Ο πολίτης μπορεί πλέον να έχει ουσιαστική προστασία από οποιονδήποτε κι αν προέρχεται η αθέμιτη και παραπλανητική πρακτική, είτε δηλαδή πρόκειται για «εισπρακτική εταιρεία»,πιστωτικό φορέα ή οποιονδήποτε τρίτο.
     Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, στην οποία οι καταναλωτές μπορούν να ζητούν ενημέρωση και να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους (τηλ. γραμμή 1520),διαθέτει πλέον, με την συνεργασία του θιγόμενου πολίτη, τα αναγκαία μέσα ελέγχου και επιβολής για την προστασία της προσωπικής σφαίρας των καταναλωτών από αθέμιτες εισπρακτικές οχλήσεις».

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Νομολογία - Προστασία καταναλωτή - Καταχρηστικοί όροι σε δανειακές συμβάσεις

       Με πληθώρα δικαστικών αποφάσεων, έχει κριθεί οτι υφίστανται καταχρηστικοί όροι σε δανειακές συμβάσεις στεγαστικών (και όχι μόνο ) δανείων με συνέπεια να κρίνονται αυτοί άκυροι. Σε περιπτώσεις μάλιστα που αν οι καταναλωτές εξαιτίας των καταχρηστικών όρων, αναγκάσθηκαν να καταβάλουν επί πλέον ποσά στα τραπεζικά ιδρύματα , έπειτα από προσφυγή τους στη δικαιοσύνη, τους επιστράφηκαν τα ποσά αυτά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

       Παρατίθενται  εδώ ενδεικτικώς  ορισμένα σημεία της υπ' αριθμ. 567/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών που αναλύει ορισμένα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του νόμου περί προστασίας καταναλωτών. 

  
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 567/2010  Ειρηνοδίκης: Αγγελική Αναστασιάδου Δικηγόροι: Χρυσάνθη Παπαστάμου, Αφροδίτη Γούλα

        Σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, «Περί προστασίας των Καταναλωτών», όπως είχε πριν από την αντικατάστασή του με το αρθρ. 10, παρ. 24 στοιχ. β` του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή. Καταναλωτής είναι και ο πελάτης πιστωτικού ιδρύματος, στην οποία αυτό, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, συνάπτει, εκτός των άλλων, συμβάσεις δανείων. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψη της, και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση, στο εθνικό δίκαιο, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων, που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο αρθρ. 3 παρ.1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται, ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται σε βάρος του καταναλωτή ανισορροπία, ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του αρθρ. 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Απέκλινε έτσι φραστικά από τη διατύπωση του αρθρ. 3 παρ. 1 της παραπάνω Οδηγίας, η οποία μιλάει για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Στενή ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη διατάραξη» θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) και κατ ακολουθία σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή, έναντι εκείνης, που πράγματι περιγράφεται στην Οδηγία. Η ανάγκη της, σύμφωνης με την Οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» να εκληφθεί διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το αρθρ. 10 παρ. 24 στοιχ. β` του ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006, Νόμος). Ενώ, εξάλλου, μετά την τελευταία τροποποίηση της παρ. 6, αντικαταστάθηκε ο όρος «διατάραξη» με την παρ. 2 του αρθρ. 2 του Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α 152/10.07.07) με τον όρο «σημαντική διατάραξη», με συνέπεια να ανταποκρίνεται έτσι πλήρως στο κείμενο της Οδηγίας.

        Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ, που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 2741/1999 και το Ν. 3587/2007 (που προσέθεσε άλλη μια περίπτωση, που δεν ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση) απαριθμούνται ενδεικτικά και 32 περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται χωρίς άλλο καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η υπό το στοιχεία ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, όπως και η υπό στοιχείο ε, κατά την οποία καταχρηστικοί είναι και οι όροι, που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης, χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο. Η σωρευτική, εφαρμογή από το Δικαστήριο των παραγράφων 6 και 7 του αρθρ. 2 του ν. 2261/1994, επιβάλλεται, δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου της «σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό, να έχει αξία και χρησιμότητα, για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου.

       Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ` αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικότητας αποτελούν δείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο δέσμευσης του καταναλωτή, να μη ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης νόμιμα δικαιώματα του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο αρθρ. 6 της Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση, να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις σύμφωνα και με το αρθρ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, αν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Εάν δηλαδή έχει παραβιαστεί η αρχή της διαφάνειας. Τέλος, ενόψει του ότι οι διατάξεις των παρ. 6 και 7 του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα του αρθρ. 281 ΑΚ, ενσωματώνουν κατ΄ ανάγκη και το πνεύμα του αρθρ. 19 ΕισΝΑΚ, που ορίζει, ότι η διάταξη του αρθρ. 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Από τη συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, που ισχύει, κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού, και όχι κατά το χρόνο που διατυπώθηκε. Επομένως Γ.Ο.Σ. που διατυπώθηκαν υπό την ισχύ του ν. 1961/1991 κρίνονται σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, εφόσον υπό την ισχύ του γίνεται η χρήση αυτών (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001.1125). Κατά την έννοια, εξάλλου, των παραπάνω διατάξεων, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, στα πλαίσια πάντοτε επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Έτσι όταν πρόκειται για γενικό όρο, που αφορά την επιφύλαξη στην ανώνυμη επιχείρηση, που λειτουργεί κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου του δικαιώματος να προβαίνει μονομερώς αυτή, διαρκούσης της ισχύος της συμβάσεως στεγαστικού δανείου, σε αύξηση επιτοκίου, που συνιστά τη βασική υποχρέωση του δανειζόμενου καταναλωτή, πρέπει να διατυπώνεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό της σύμβασης δανείου κατά τρόπο διαφανή, υπό την έννοια, ότι ο δανειζόμενος ήδη κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να δύναται, να αντιληφθεί το μέτρο της αυξήσεως και στην περίπτωση μιας αυξήσεως να μπορεί, να εκτιμήσει το σύμφωνο αυτής προς την σχετική ρήτρα, που την προβλέπει (ΑΠ 1030/2001, ο.π.). Σε περίπτωση επιφυλαχθέντος στον προμηθευτή, όπως είναι και η ανώνυμη επιχείρηση, που λειτουργεί με τους κανόνες των τραπεζικών ιδρυμάτων, δικαιώματος αναπροσδιορισμού του επιτοκίου πρέπει, να αναφέρονται κατά τρόπο ορισμένο, όσο είναι δυνατό, οι προϋποθέσεις αυτού και το δεδομένο πλαίσιο διαμόρφωσης. Από τις αρχές της καλής πίστεως συνάγεται η υποχρέωση συγκεκριμένος Γ.Ο.Σ. να προσφέρει στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων, που αυτός αναλαμβάνει, στο βαθμό, που από τις περιστάσεις προκύπτει, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αξιωθεί. Ο προμηθευτής ενεργεί κατά τρόπο καταχρηστικό, αν δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές αυτές. Τέτοια χαρακτηριστικά έχει ο Γ.Ο.Σ. εκείνος, που επιτρέπει στην παραπάνω ανώνυμη επιχείρηση ως προμηθευτή, να προβεί μονομερώς σε μεταβολή του επιτοκίου δανειοδότησης σε οποιαδήποτε ημερομηνία ανανέωσης της συμβάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση ο αντισυμβαλλόμενος καταναλωτής παραδίνεται στην κρίση του προμηθευτή, για την ορθότητα και αναγκαιότητα της αναπροσαρμογής, χωρίς αυτός να μπορεί, να προβλέψει κάτω από ποιες προϋποθέσεις και σε ποια έκταση θα υποστεί πρόσθετες επιβαρύνσεις. Η καταχρηστικότητα τέτοιου όρου δεν αίρεται από την παρεχόμενη στον καταναλωτή δυνατότητα, να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Τέτοια δυνατότητα δεν μεταβάλλει σε τίποτε την αβεβαιότητα ενδεχομένων μελλοντικών επιβαρύνσεων του καταναλωτή. Ακόμη δε και υπό το πρίσμα του αρθρ. 371 ΑΚ, που ορίζει ότι ο προσδιορισμός της παροχής που ανατέθηκε σε ένα από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτο, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το Δικαστήριο. Όμως στην προκείμενη περίπτωση η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται, διότι υπάρχει η ειδική διάταξη του αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ε` του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α)... ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως ή λύσεως της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο. Ο παραπάνω νόμος αξιώνει στις καταναλωτικές σχέσεις, τα κριτήρια προσδιορισμού της παροχής του προμηθευτή να αναφέρονται στη σύμβαση. Οι Γ.Ο.Σ. περαιτέρω πρέπει να έχουν διαφάνεια και να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Αδιαφανείς δε ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του), είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις, που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το αρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 430/20005, ΕλλΔνη 2006.827), ενώ παράλληλα ο παραπάνω νόμος δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος και την μη αναφορά ειδικώς καθορισμένων και ευλόγων κριτηρίων (ΑΠ 296/2001, ΕλλΔνη 42.1321, 1030/2001, ΔΕΕ 11.1125- 1219/2001, ΔΕΕ 11.1128).
                 (………………………………………………………………………..)

      Περαιτέρω στις δανειστικές συμβάσεις δύο κυρίως είναι τα είδη επιτοκίων προς τους καταναλωτές, που καλούνται να επιστρέψουν τα ποσά, που δανείστηκαν σε συμφωνημένο χρόνο. Το πρώτο είδος είναι το σταθερό επιτόκιο, όπου η Τράπεζα καθορίζει το ύψος του επιτοκίου, συνεπώς και του τόκου, καθ όλη τη λειτουργία της συμβατικής σχέσεως ως ένα σταθερό ποσό. Η τράπεζα χορηγεί ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο στον καταναλωτή και τα μέρη μέσω σταθερού επιτοκίου καθορίζουν σταθερή την αντιπαροχή του δανειολήπτη για την παραχώρηση αυτή του κεφαλαίου. Ενώ ο τόκος προκύπτει ως σταθερό ετήσιο ποσοστό του δανειζομένου κεφαλαίου. Στο σταθερό επιτόκιο οι μεταπτώσεις της αγοράς χρήματος δεν τροποποιούν το ύψος του τόκου^ Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει όρος για αναπροσαρμογή, που θα προσαρμόζει την αντιπαροχή του δανειολήπτη σε μεταπτώσεις της αγοράς. Το δεύτερο είδος είναι το κυμαινόμενο επιτόκιο. Στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο η τράπεζα επιφυλάσσει για τον εαυτό της το δικαίωμα να επανακαθορίζει το ύψος της αντιπαροχής του αντισυμβαλλόμενου της. Ο δανειολήπτης καλείται να επιστρέψει στην τράπεζα το κεφάλαιο, που έλαβε, με βάση ένα επιτόκιο που δεν είναι σταθερό καθ όλη τη διάρκεια του δανείου. Ενώ η υποχρέωση του καταναλωτή εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των χρηματαγορών. Στο κυμαινόμενο επιτόκιο ο δανειολήπτης δίνει στην τράπεζα το δικαίωμα, να αναδιαμορφώνει το ύψος του επιτοκίου, όταν εκείνη θεωρεί, ότι οι μεταβλητές συνθήκες της αγοράς το επιβάλλουν. Στην περίπτωση όμως που στη δανειστική σύμβαση το επιτόκιο δεν αναφέρεται ως σταθερό, καθ΄ όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσεως, αλλά υπάρχει ρήτρα, που αναφέρει, ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιφυλάσσεται για ενδεχόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου, για οποιουσδήποτε λόγους αναφέρονται ή μη στη σύμβαση, αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο δεν συμφωνήθηκε σταθερό. Κατά την πολύ απλή λογική, ότι στο σταθερό επιτόκιο το πιστωτικό ίδρυμα έχει ήδη υπολογίσει το κόστος του χρήματος για όλη την χρονική διάρκεια της σχέσεως και έχει εκφράσει αυτό (επιτόκιο) σε ένα σταθερό μέγεθος εκ των προτέρων και για όλη τη χρονική διάρκεια. Ότι όμως είναι σταθερό δεν γίνεται να προβλέπεται μεταβλητό και να αλλάζει. Αν αλλάζει δεν είναι σταθερό, αλλά κυμαινόμενο.
           Με βάση την υπ` αριθ. ………. δανειακή σύμβαση, που συνάφθηκε μεταξύ των εναγόντων και του εναγομένου, το τελευταίο χορήγησε στους πρώτους στεγαστικό δάνειο ύψους 73.367,57 € για την αγορά κατοικίας. Η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει σε είκοσι πέντε (25) έτη, με το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεολυσίας με ίσες μηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη έπρεπε να καταβληθεί στις 01.01.2001, ενώ το επιτόκιο συμφωνήθηκε στο 6,50%, για το χρονικό διάστημα από την ημέρα μερικής ή ολικής καταβολής του δανείου στους οφειλέτες έως την 31.12.2000. Στο ίδιο αρθρ. δε 3 και στην παρ. γ αυτού αναφέρεται ότι «Το ………..  επιφυλάσσεται με απόφαση του Δ.Σ για ενδεχόμενη αναπροσαρμογή του επιτοκίου, όταν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες της αγοράς το επιβάλλουν και πάντως μέσα στα όρια που διαμορφώνεται το μέσο επιτόκιο στεγαστικών δανείων επιλεγμένων τραπεζών, κατά το χρόνο που κρίνεται αναγκαία η αναπροσαρμογή του επιτοκίου, πλέον περιθωρίου 1% τον χρόνο». Εξ αυτού συνάγεται ότι το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο. Ο ανωτέρω όρος όμως, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από το εναγόμενο και περιλαμβανόταν στους ΓΟΣ, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ενάγοντες, κατά το μέρος που ρυθμίζει τη διαμόρφωση του επιτοκίου στη συνέχεια, το οποίο και είναι «κυμαινόμενο» είναι καταχρηστικός, σύμφωνα με το αρθρ. 2 παρ. 6 και 7 περ. ε και ια` του Ν. 2251/1994, διότι εμφανίζει πλήρη αοριστία. Επιτρέπει δηλαδή στον προμηθευτή/εναγόμενο, να προσδιορίζει οποιοδήποτε συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή, στην προκείμενη περίπτωση στους ενάγοντες, κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των ευλόγων και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως προς το εναγόμενο. Συνεπώς το επιτόκιο θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται στην επίδικη σύμβαση, με βάση εύλογα κριτήρια, που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για το εναγόμενο.  
           (……………………………………………………………………….)
Σύμφωνα, δε, με τον επισυναπτόμενο στο σώμα της αγωγής πίνακα, όπου απεικονίζεται αναλυτικά ο μήνας και η αντίστοιχη τοκοχρεολυτική δόση, που κατέβαλαν οι ενάγοντες, το εφαρμοσθέν επιτόκιο, το ποσό που αντιστοιχούσε σε τόκους, το χρεολύσιο και το ύψος στο οποίο ανερχόταν το ανεξόφλητο κεφάλαιο αποδεικνύει ότι το συνολικό ποσό των τόκων που κατέβαλαν για το παραπάνω χρονικό διάστημα ανήλθε στο ποσό των 42.962,54 € και για τους δύο ενάγοντες. Τα στοιχεία του πίνακα αυτού εξάλλου δεν αμφισβητήθηκαν από το εναγόμενο. Από τον ίδιο πίνακα αποδεικνύεται, ότι οι ενάγοντες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα θα έπρεπε να καταβάλλουν το ποσό των 40.849,51 €. Συνεπώς οι ενάγοντες κατέβαλαν επιπλέον ποσό 2.113,03 € στο εναγόμενο. Το ποσό αυτό όμως εισέπραξε το εναγόμενο ως τόκους, χωρίς αυτοί να οφείλονται και υποχρεούται να το επιστρέψει στους ενάγοντες ισομερώς, εφόσον καταβλήθηκε αδικαιολόγητα από τους ενάγοντες με αποτέλεσμα να καταστεί αυτή πλουσιότερη κατά τούτο. Κατ` ακολουθία, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών και ενστάσεων του εναγομένου, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στους ενάγοντες κατ` ισομοιρία το ποσό των 2.113,03 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων κατ` αρθρ. 176 ΚΠολΔ.

(η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών  ΝΟΜΟΣ )
 

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Νομολογία - N.3816/2010 : Άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εφόσον οι οφειλέτες είχαν ζητήσει την υπαγωγή τους στις διατάξεις του εν λόγω νόμου εντός ενός μηνός από την καταγγελία- Ακυρώνει διαταγή πληρωμής

Στην συγκεκριμένη υπόθεση που χειρίστηκε η δικηγόρος , έγινε δεκτή η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής , με βάση τις διατάξεις του Ν. 3816/2010 , που αφορούσε στη ρύθμιση με τα  πιστωτικά ιδρύματα οφειλών απορρεουσών από επαγγελματικά δάνεια ,  καθώς οι εν λόγω οφειλέτες είχαν αιτηθεί την υπαγωγή τους στις διατάξεις του νόμου αυτού πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής και εκκρεμούσης της απάντησης της τράπεζας , η τελευταία εξέδωσε σε βάρος τους την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής .
Το κείμενο της απόφασης έχει ως εξής :

 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ : 88/2011
Αριθμός Κατάθεσης : ΤΜ 58/2010
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
.................
         ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Πρωτοδίκη Αργύριο Γκόγκολα , τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα Ευάγγελο Σερμπέζη.
          ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Ιουνίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση , μεταξύ :
           ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ : 1) Χ......... Π........του ........... και 2) Δ............ Σ......... , συζύγου Χ...... Π.......... , κατοίκων Κομοτηνής, οι οποίοι παραστάθηκαν ο πρώτος μετά και η δεύτερη δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Ιουλίας Μυλωνά που κατέθεσε προτάσεις.
          ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Της εδρεύουσας στην Αθήνα και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα ................................ΑΕ.", ως καθολικής διαδόχου της "................................ Α.Ε." , η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ......... .......... που κατέθεσε προτάσεις.
            Οι ανακόπτοντες άσκησαν την από 27-4-2010 ανακοπή τους , που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης ΤΜ 58/27-4-2010 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 8-12-2010 , κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας .
             Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων , αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους , ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
           Με την υπό κρίση ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν , για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους , να ακυρωθεί η με αριθμό 69/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης ,με την οποία υποχρεώθηκαν , ο πρώτος ως οφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια της επικαλούμενης σύμβασης παροχής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, να καταβάλουν εις ολόκληρο στην καθ' ης η ανακοπή ποσό 13.817,43€ για κεφάλαιο , πλέον τόκων και εξόδων . Η ανακοπή , η οποία αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστής που την εξέδωσε (άρθρα 7,9,10,14 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 636 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία των άρθρων 215 επ. ΚΠολΔ , κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό) , με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ) , έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου οτι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 14-4-2010 , η δε κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 27-4-2010 και επιδόθηκε στην καθ'ης η ανακοπή την 30-4-2010) . Πρέπει επομένως , να ερευνηθεί περαιτέρω για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της .
        Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 3816/2010 "Ρύθμιση επιχειρηματικών - επαγγελματικών οφειλών προς τις τράπεζες ",  "Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων για επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς ή
αγροτικούς σκοπούς, δικαιούνται να ζητήσουν από τα ιδρύματα αυτά και να επιτύχουν την υπαγωγή σε ρύθμιση των συνολικών οφειλών από την κάθε σύμβαση δανείου ή πίστωσης οι οποίες έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 30.6.2007 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. (...........................................................................................................................................................)."
Στην προκείμενη περίπτωση με τον εκτιμώμενο ως πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της υπ' αριθμ. 69/2010 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης , ισχυριζόμενοι οτι αυτή εκδόθηκε παρά το νόμο, καθόσον η καταγγελία της σύμβασής τους από την καθ'ης δεν επέφερε αποτελέσματα , αφού εντός μηνός από την κοινοποίησή της υπέβαλαν αίτηση για την υπαγωγή σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3816/2010. Με αυτό το περιεχόμενο ο κρινόμενος λόγος της ανακοπής είναι νόμω βάσιμος , σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, στηριζόμενος στις εκεί αναφερόμενες διατάξεις. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν καθόσον η καθ' ης η ανακοπή αρνήθηκε τον ένδικο λόγο. 
       Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του μάρτυρα της καθ' ης η ανακοπή, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που μετ' επικλήσεως προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι , μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται η συνεκτίμηση κανενός κατά την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Μεταξύ της καθ΄ης Τράπεζας και του πρώτου των ανακοπτόντων, ως πιστούχου , της δε δεύτερης ατομικώς ως εγγυήτριας , συνήφθη στις 2-8-2000 η με αριθμό 1231/2-8-2000 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που ορίστηκαν στην ως άνω σύμβαση  ...............................................Με την από 10-2-2010 εξώδικη δήλωση - καταγγελία , η οποία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 4-3-2010, η καθ' ης γνωστοποίησε σε αυτούς οτι κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση λόγω ύπαρξης ληξιπρόθεσμων
3ο φύλλο της υπ' αριθμ.88/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Ροδόπης, Ειδική Διαδικασία
................................
οφειλών και έκλεισε το λογαριασμό που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση αυτής, το οριστικό χρεωστικό κατάλοιπο του οποίου ανερχόταν στις 10.2.2010 στο ποσό των 13.817,43 ευρώ , επιπλέον δε, γνωστοποίησε σε αυτούς το δικαίωμά τους να ζητήσουν την υπαγωγή σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής τους , σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3816/2010. Ακολούθως , δυνάμει της από 30-3-2010 αίτησης της καθ΄ης που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμ. καταθ. 69/12-4-2010 , εκδόθηκε σε βάρος των ανακοπτόντων η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 69/13-4-2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης ,με την οποία οι τελευταίο υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν στην καθ' ης η ανακοπή ποσό 13.817,43€ , πλέον τόκων και εξόδων. Ωστόσο, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση σε αυτούς της ως άνω καταγγελίας και ειδικότερα την 23-3-2010 , οι ανακόπτοντες υπέβαλαν αίτηση προς την καθ' ης για υπαγωγή σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3816/2010. Η κρίση του Δικαστηρίου, οτι έλαβε χώρα εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης από τους ανακόπτοντες προς την καθ' ης , σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3816/2010, δεν αναιρείται από το γεγονός οτι επακολούθησε η υποβολή και δεύτερης αίτησης από αυτούς την 12-4-2010, η οποία ήταν συμπληρωματική της πρώτης . Μάλιστα, η καθ΄' ης στο από 27-4-2010 έγγραφό της (αριθμ. πρωτ. 1004.35066Θ.00818) προς τους ανακόπτοντες , με το οποίο τους γνωστοποιεί ρύθμιση της οφειλής τους , επικαλείται αμφότερες τις αιτήσεις τους , ήτοι τόσο αυτής της 23-3-2010 όσο και αυτή της 12-4-2010 ("Σε απάντηση των από 23-3-2010 και 12-4-2010 αιτημάτων σας..."). Εάν πράγματι η πρώτη αίτηση των ανακοπτόντων ήταν αόριστη και γι' αυτό επακολούθησε η δεύτερη όπως αβάσιμα διατείνεται η καθ'ης , τότε στο προαναφερθέν έγγραφό της δεν θα μνημόνευε και την πρώτη αίτηση αλλά μόνο τη δεύτερη χρονικά. Επομένως, εφόσον εντός μηνός από την καταγγελία οι ανακόπτοντες υπέβαλαν αίτηση στην καθ'ης για ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής τους , σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3816/2010, η καταγγελία της προαναφερθείσας σύμβασης δεν παρήγαγε αποτελέσματα , σύμφωνα με ΄το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 3816/2010. Ακολούθως , η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (για την έκδοση της οποίας ήταν αναγκαία η καταγγελία της μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενης σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό) , ακύρως εκδόθηκε , δεκτού γενομένου ως και ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου λόγου της ανακοπής , παρέλκουσας ως εκ τούτου , της έρευνας των υπολοίπων. Σημειώνεται οτι εν προκειμένω στερείται εννόμου επιρροής ο ισχυρισμός της καθ' ης, οτι οι ανακόπτοντες δεν τήρησαν τη συμφωνηθείσα ρύθμιση της οφειλής τους (η οποία επετεύχθη μετά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής), καθόσον, τυχόν μη τήρηση της ρύθμισης από πλευράς των ανακοπτόντων , δικαιολογεί την έκδοση νέας διαταγής πληρωμής σε βάρος τους , αλλά δεν καθιστά έγκυρη την ήδη ανακοπτόμενη , η οποία εξεδόθη σε χρόνο που η καταγγελία της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων δεν παρήγαγε αποτελέσματα. 
      Κατόπιν των  ανωτέρω και εφόσον ο παραπάνω λόγος της ανακοπής κρίθηκε βάσιμος, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 69/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης . Η καθ'ης η ανακοπή , που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) , δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος των τελευταίων , κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
      ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
     ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
     ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθμό 69/13-4-2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης.
     ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ'ης στα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων , το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
        ΚΡΙΘΗΚΕ , αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του στο ακροατήριό του στην Κομοτηνή στις 19-12-2011, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, παρουσίας της γραμματέως.

      Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

       
                                                                       

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013