Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

18/2015 Μονομ.Πρωτ. Ροδόπης- δεκτή η έφεση τράπεζας κατά απόφασης Ειρηνοδικείου που έκανε πρωτοδίκως δεκτή την ανακοπή οφειλέτη κατά διαταγής πληρωμής

    Με την παρατιθέμενη απόφαση γίνεται δεκτή η έφεση τράπεζας κατά απόφασης Ειρηνοδικείου που έκανε δεκτή την ανακοπή οφειλέτη κατά διαταγής πληρωμής, με το σκεπτικό ότι υπήρχε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Το ιδιαίτερο ζήτημα της εν λόγω απόφασης είναι ότι ο δικαστής απέρριψε τους λόγους έφεσης της τράπεζας και θεμελιώνοντας το σκεπτικό του στο άρθρο 522 ΚΠολΔ για το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης , ερεύνησε αυτεπαγγέλτως τους λόγους ανακοπής που είχαν πρωτοδίκως υποστηριχθεί και γίνει δεκτοί, απορρίπτωντάς τους και κατά συνέπεια δικαιώνοντας της τράπεζα .
     Κατά την άποψή μας πρόκειται για ιδιαίτερο ζήλο που επέδειξε ο δικαστής για τη δικαίωση της τράπεζας διότι αφενός το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους, αφετέρου, θα πρέπει να κριθεί έστω και ένας λόγος βάσιμος για να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να κρίνει ο δευτεροβάθμιος δικαστής στην ουσία .

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 18/2015
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης έφεσης Εφ.Μ.10/14) 
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
 ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Κωνσταντίνο Βελιάνη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
        ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 11η Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την άλλοτε επωνυμία «………», ήδη δε με την επωνυμία « ……. » και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός………), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Χ.Α, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Α.Τ. του ……, κατοίκου Κομοτηνής (οδός ………..), που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου Ιουλίας Μυλωνά, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Ο εκκαλών άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, τη με ημερομηνία 19-4-2012 ανακοπή του, που έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 106/19-4-2012, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 71/2012 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κομοτηνής. Το Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 582/2013 οριστική απόφαση του, που εκδόθηκε κατά την τακτική δικαιοδοσία, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής. Ήδη η εκκαλούσα, με την από 11-2-2014 έφεση της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής 7/2014), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή  της παρούσας και η οποία γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την εν λόγω απόφαση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 582/2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ του ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριάντα ημερών (12-2-2014) από την επίδοση της, που έλαβε χώρα στις 24-1-2014 (βλ. υπ' αριθμ. 4135/24-1-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε.Π.), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 500, 511, 513 § 1, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, αφού κατατέθηκε το σχετικό παράβολο (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσε«ς των άρθρων 643 και 591 § 1 περ. α' (άρθρο 632 § 2 ΚΠολΔ).
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με την από 19-4-2012 ανακοπή του ζητούσε, για τους λόγους που ανέφερε σε αυτή, την ακύρωση της υπ' αριθμ. 71/2012 Διαταγής Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κομοτηνής, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (12.286,45 €), πλέον τόκων και εξόδων, ως προερχόμενο από σύμβαση δανείου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, δέχθηκε τους λόγους του δικογράφου της ανακοπής και την έκανε δεκτή, κρίνοντας ότι καταχρηστικά η καθ' ης ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπό κρίση Διαταγής Πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση για λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί αυτή και να απορριφθεί η ανακοπή.
Κατά το άρθρο 520 § 1 ΚΠολΔ το έγγραφο (δικόγραφο κατά το άρθρο 495 § 1 ΚΠολΔ) της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της έφεσης. Συνίστανται δε οι λόγοι της έφεσης σε αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Πρέπει δε οι λόγοι αυτοί να είναισαφείς και ορισμένοι, ώστε να δύναται το δικαστήριο, να κρίνει περί του νομίμου και βασίμου αυτών, διαφορετικά οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι. Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου πρέπει να αναφέρεται στο εφετήριο και ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (ΑΠ 1657/2002 ΕλλΔνη 2003.1612, ΕφΔωδ 201/2013 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 131/2011 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα με τον πρώτο και εν μέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσης της αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής του κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, για το λόγο ότι ο περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος λόγος αφενός μπορεί να προβληθεί μόνο με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι με αυτό της ανακοπής του 632 ΚΠολΔ, αφετέρου δε δύναται να αφορά σε δικαιώματα που απορρέουν από δικονομικές διατάξεις, όπως είναι αυτές που προβλέπουν την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ωστόσο, ουδόλως αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, τα οποία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη παραπάνω, συνιστούν τις αποδιδόμενες νομικές πλημμέλειες. Συνακόλουθα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στη νομική σκέψη, πρέπει οι συγκεκριμένοι λόγοι να απορριφθούν ως αόριστοι. Σε κάθε δε περίπτωση οι λόγοι αυτοί τυγχάνουν απορριπτέοι και ως νόμω αβάσιμοι, καθώς η καταχρηστική άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματος μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, στρεφόμενο κατά της απαίτησης (Μακρής Δ., Άμυνα του Οφειλέτη κατά της Διαταγής Πληρωμής, αρ. 129 σελ. 137), ενώ μπορεί να προβληθεί και για την περίπτωση που η ικανοποίηση της απαίτησης επιδιώκεται με βάση την έκδοση διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1045/2000 ΝοΒ 2001.1453).
Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος πρέπει να προκύπτει είτε από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, είτε από την πραγματική κατάσταση που απορρίψει αν αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο. Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο και έγινε πρωτοδίκως δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, κατ' ουσία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την άνω παράλειψη και να την απορρίψει ως νόμω αβάσιμη, αρκεί ο εκκαλών -εναγόμενος να ζητεί την απόρριψη της, έστω και για άλλους λόγους, και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη γι' αυτόν απόφαση χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 1237/2014 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2337/2007 ΕφΑΔ 2008/471, ΕφΘεσ 162/2013 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 335/2012 Δικογραφία 2012.686). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ, τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του ένδικου μέσου της έφεσης δεν παρεμποδίζουν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στη περίπτωση που έγινε δεκτή αυτή και εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε ερευνηθεί και γίνει δεκτή η κύρια βάση της αγωγής, να εξετάσει την επικουρική βάση αυτής, η οποία, ενόψει της παραδοχής της κύριας βάσης, δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο έρευνας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Τα ίδια ισχύουν και επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, καθώς κάθε λόγος ανακοπής αποτελεί ιδιαίτερη βάση. Για το παραδεκτό της έρευνας αυτής δεν είναι αναγκαία η προβολή προς τούτο ειδικού λόγου έφεσης, για την οποία δεν είχαν άλλωστε και δυνατότητα οι διάδικοι και ειδικότερα, επί ανακοπής, τόσο ο ανακόπτων, λόγω έλλειψης έννομου αυτού συμφέροντος, εφόσον είχε γίνει δεκτός ένας λόγος της ανακοπής του, όσο και ο καθ' ου η ανακοπή, ενόψει του ότι δεν υπήρχε στην πρωτόδικη απόφαση σε βάρος του διάταξη σχετιζόμενη με μη ερευνηθέντα λόγο της ανακοπής, ώστε να είναι δυνατή η άσκηση από αυτόν την παραπάνω ένδικου μέσου. Αντίθετα, ο λόγος ανακοπής που δεν ερευνήθηκε, επιβάλλεται στην παραπάνω περίπτωση να ερευνηθεί αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζοντας κατ' ουσία την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ, ερευνά τη βασιμότητα του λόγου της ανακοπής που έγινε δεκτός πρωτοδίκως και απορρίπτοντας αυτόν είναι υποχρεωμένο να ερευνήσει και τους λοιπούς λόγους της (ΑΠ 1286/2012 ΕΠολΔ 2013.562).

Στην προκείμενη περίπτωση ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με το γενόμενο τελικώς δεκτό λόγο της ανακοπής του ισχυρίσθηκε, σύμφωνα με ταδιαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής του και κατά παραδεκτή επισκόπηση αυτού, ότι η καθ* ης (ήδη εκκαλούσα) εξέδωσε την προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, καθώς προέβη στην έκδοση της και στην επίδοση αυτής με επιταγή προς εκτέλεση, αφότου ο ίδιος της είχε κοινοποιήσει την αίτηση του για ρύθμιση των οφειλών του σύμφωνα με το ν. 3869/2010, χωρίς ωστόσο να αναμένει την επ/ αυτής απόφαση, όπως έπραξαν οι λοιποί πιστωτές του. Ωστόσο, ο περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος λόγος (υπό στοιχείο Γ της ανακοπής) τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω στη νομική σκέψη, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται σε δυσμενείς για τον ανακόπτοντα επιπτώσεις (λ.χ. εγγραφή προσημείωσης ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης) που αναγκαίως, κατά το νόμο, θα έχει η ικανοποίηση του δικαιώματος της καθ' ης με την έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν άγουν σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΜονΠρωτΛαμ 11/2015 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ). Ούτε βέβαια μόνη η πιθανότητα ευδοκίμησης της αίτησης για ρύθμιση των οφειλών του ανακόπτοντος στερούσε από την καθ' ης τη δυνατότητα επιδίωξης της απαίτησης της, τη στιγμή που δε γίνεται επίκληση περαιτέρω περιστατικών, και μάλιστα τέτοιων που σε συνδυασμό με την επιδίωξη της για ικανοποίηση του δικαιώματος της να καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προαναφερόμενα, ο συγκεκριμένος (υπό στοιχείο Γ) λόγος ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη υπ' αριθμ. 582/2013 οριστική απόφαση του δεν τον απέρριψε ως μη νόμιμο, όπως όφειλε, αλλά τον έκρινε νόμιμο και εν τέλει, αφού τον θεώρησε ενιαίο με τους υπό στοιχεία Α και Β λόγους, δέχθηκε αυτόν και ως ουσιαστικά βάσιμο, δεχόμενο, συνακόλουθα την ανακοπή. Έτσι όμως που έκρινε, έσφαλε. Επομένως, εφόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, το Δικαστήριο αυτό έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το νόμιμο του πιο πάνω λόγου της ανακοπής λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έστω και αν η καθ' ης η ανακοπή εκκαλεί και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του, ερειδόμενη επί άλλων στοιχείων, που εξετάσθηκαν παραπάνω, και επιπλέον για την ουσιαστική παραδοχή της (ανακοπής), πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση αναφορικά με το κεφάλαιο που έκρινε ως προς τον παραπάνω λόγο και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό κατά το μέρος αυτό για περαιτέρω έρευνα (άρθρο 535 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής ως μη νόμιμος, ενώ πλέον παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου της έφεσης κατά το μέρος που αφορά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το λόγο αυτό της ανακοπής. Μετά ταύτα ερευνητέοι είναι οι λοιποί μη εξετασθέντες λόγοι ανακοπής.
Με τον πρώτο, υπό στοιχείο (Α), λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων εκθέτει ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής, διότι ενώ στις 12-9-2011, οπότε επέδωσε στην καθ' ης αντίγραφο της αίτησης του για ρύθμιση των οφειλών του σύμφωνα με το ν. 3869/2010, η απαίτηση της τελευταίας κατέστη ληξιπρόθεσμη και έπαυσε η τοκογονία της, η καθ' ης προέβη στις 2-12-2011 σε καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης και, συνακόλουθα στην ανακοπτόμενη υπολογίσθηκαν τόκοι για το διάστημα από 12-9-2011 μέχρι 2-12-2011, ενόσω δηλαδή είχε παύση η τοκογονία της απαίτησης. Ο λόγος αυτός κατά το μέρος που αφορά στην καταγγελία της καθ' ης αλυσιτελώς προβάλλεται και τυγχάνει, συνακόλουθα, απορριπτέος, καθώς ο ανακόπτων ομολογεί το κατά την υποβολή της αίτησης για έκδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής ληξιπρόθεσμο της απαίτησης της καθ' ης, το οποίο απλώς τοποθετεί σε διαφορετικό χρονικό σημείο, ήτοι στις 12-9-2001. Επιπλέον, κατά το μέρος που αφορά στον καταλογισμό των τόκων του χρονικού διαστήματος από 12-9-2011 μέχρι 2-12-2011, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθώς ο ανακόπτων δεν επικαλείται ταυτόχρονα και δεν αμφισβητεί συγκεκριμένα κονδύλια της δανειακής σύμβασης και της υπό κρίση Διαταγής Πληρωμής, καθώς με την επικαλούμενη ακυρότητα δεν πλήττεται το κεφάλαιο του δανείου, το οποίο ουδόλως αμφισβητεί, αλλά μόνο τους καταλογιζόμενους τόκους του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, ούτε αναφέρει τα επιπλέον ποσά τόκων με τα οποία επιβαρύνθηκε παράνομα, παρά μόνο προτείνεται μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας των τόκων του λογαριασμού που τηρούνταν προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων συναφθείσας σύμβασης. Δεν αναφέρεται, δηλαδή, ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό, τη στιγμή μάλιστα που η μερική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κατά το μέρος αυτό και μόνο, ενώ παραμένει έγκυρη και ισχυρή για το πράγματι οφειλόμενο ποσό (ΕφΑΘ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΑΘ 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875, Εφθεσ 1034/2013 Αρμ 2014.623, ΠολΠρωτθεσ 16252/2013 Αρμ 2013.2150, ΜονΠρωτΣερ 223/2014 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΛαμ 457/2013 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με το δεύτερο, υπό στοιχείο (Β), λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ιστορεί ότι ακύρως εκδόθηκε η ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής, διότι το ύψος της απαίτησης της καθ' ης εξαρτάται από την απόφαση του δικαστηρίου επί της αίτησης του για ρύθμιση των οφειλών του και ως εκ τούτου καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς ούτε η κατάθεση ούτε η επίδοση της αίτησης για ρύθμιση των οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010 έχει ως συνέπεια να καθίστανται ανεκκαθάριστες οι υπαγόμενες στη διαδικασία του παραπάνω νόμου απαιτήσεις, οι οποίες, προκειμένου μάλιστα να υπαχθούν στην εν λόγω διαδικασία, πρέπει να είναι χρηματικές, γεννημένες και δικαστικώς επιδιώξιμες (Βενιέρης - Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, β' εκδ., σελ. 124). Ούτε βέβαια εκκρεμούσης της εν λόγω αίτησης θεωρείται ότι αυτές εξαρτώνται από όρο ή αίρεση, αλλά απλώς μετά την κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν με την απόφαση, αυτός απαλλάσσεται από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής εν είδει άφεσης χρέους, ενώ τυχόν επισπευδόμενη αναγκαστική σε βάρος του εκτέλεση για «ρυθμισμένη» απαίτηση αντιμετωπίζεται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και την αίτηση αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ (Βενιέρης - Κατσάς, ο.π., β' εκδ., σελ. 516/517). Κατόπιν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η ανακοπή και να επικυρωθεί η υπ* αριθμ. 71/2012 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κομοτηνής. Τα δικαστικά έξοδα (βλ. ΑΠ 1031/2008 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΑΘ 6087/2012 Α' δημ. ΝΟΜΟΣ) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας - καθ' ης η ανακοπή, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου - ανακόπτοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1 (ί) περ. α', 65, 68 § 1 και 69 § 1 ν. 4194/2013), ενώ, τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδ. ε' ΚΠολΔ, όπως ισχύει, πρέπει λόγω της νίκης της εκκαλούσας να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου σε αυτή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.
 ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ' αριθμ. 582/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της υπ' αριθμ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 106/2012 ανακοπής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αριθμ. 71/2012 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κομοτηνής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης η ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό ευρώ (1.100 €).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ στην εκκαλούσα.



Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Κομοτηνή, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στις 14 Ιουλίου 2015.